Δημιουργώντας κοινότητες φωνών Αναπτύσσοντας κοινότητες ανάρρωσης
Στη μνήμη του
Γιώργου Γιαννουλόπουλου
Φωνές εξωτερικές και εσωτερικές, φωνές επικριτικές, απειλητικές και υβριστικές αλλά και φωνές ενθαρρυντικές, εμψυχωτικές, υποστηρικτικές, φωνές αντρικές, γυναικείες, παιδικές ή και χωρίς φύλο, φωνές αγγέλων, θεοτήτων αλλά και καθημερινών ανθρώπων, της γειτόνισσας, του περιπτερά, του γιατρού, φωνές μακρινές ή κοντινές, δυσδιάκριτες ή ευκρινείς, αδιάκριτες ή διακριτικές, φωνές άγνωστες ή γνωστές, φωνές κάθε λογής, ήχοι, μουσικές, θόρυβοι, φασαρία.
Ο πλούτος και η πολυπλοκότητα των διαφοροποιήσεων που μπορεί να συναντήσει κανείς στην εμπειρία των φωνών αλλά και των άλλων ασυνήθιστων εμπειριών, όπως για παράδειγμα οράματα και ονειροειδείς καταστάσεις, είναι ανεξάντλητη αν και σε πολλά σημεία συναντά κανείς ομοιότητες, συνηχήσεις και συναρθρώσεις. Στο κοινωνικό πεδίο αποτελεί κοινό τόπο η ανάγκη μοιράσματος, ανταλλαγής και ανοίγματος των εμπειριών αυτών. Είναι χαρακτηριστικό πως τόσο στο ξεκίνημα του Διεθνούς δικτύου των ανθρώπων που ακούνε φωνές στα τέλη της δεκαετίας του ‘80 όσο και στα πρώτα βήματα του δικτύου στην Ελλάδα, εκείνο που αναδύθηκε και συνεχίζει να αναδύεται σε πρώτο επίπεδο είναι η ανάγκη για συνάντηση και άνοιγμα της εμπειρίας σε ένα πλαίσιο ασφάλειας και αποδοχής. Μιας εμπειρίας που ο κυρίαρχος ψυχιατρικός λόγος επιμένει να κατατάσσει ως ψευδή αίσθηση, αμφισβητώντας με αυτό τον τρόπο την ύπαρξη της και άρα χαρακτηρίζοντας και το βίωμα της ως μη πραγματική, ως παθολογικό σύμπτωμα που πρέπει να καταπολεμηθεί και να εξοβελιστεί. Θεσμοθετημένη (1,2,3,4) αρχικά ως ιδιαίτερος κλάδος της κοινωνικής προστασίας απέναντι σε όλους τους κινδύνους που μπορεί να προκύψουν για την κοινωνία από τη ‘φρενοβλάβεια’ και κωδικοποιώντας προοδευτικά την τρέλα ως ασθένεια, η ψυχιατρική έχοντας πλέον διαχυθεί σε κάθε συνιστώσα της ανθρώπινης συμπεριφοράς και εμπειρίας, θέτει τα όρια της κανονικότητας, αξιολογεί τι είναι και τι δεν είναι νορμοθυμία, ποια σκέψη υπάρχει και ποια δεν υπάρχει, ποιες εμπειρίες είναι αληθείς και ποιες ψευδείς. Κρατώντας την εξουσία του ορισμού και της διατύπωσης κατηγορικών προτάσεων για ό,τι παρατηρεί, αδιαφορεί για το περιεχόμενο των λεγομένων, καιροφυλακτεί για την καταγραφή συμπτωμάτων, εμφανών ή λανθανόντων, για την αξιολόγηση των αποκλίσεων και τη διόρθωσή τους και τη διαχείριση του ‘μη-κανονικού’ στερώντας έτσι την εγκυρότητα πλήθους επιθυμιών και αναγκών...
-> To υπόλοιπο κείμενο τελεί υπό έκδοση.
Ziggy