Η μελέτη του φαινομένου των φωνών στην ιστορική του διάσταση είναι απαραίτητη, προκειμένου να είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε τους λόγους για τους οποίους αυτή η εμπειρία πρέπει να αντιμετωπίζεται εντός ενός ευρύτερου πλαισίου. Η κατανόηση της εξέλιξης μιας πολιτισμικά αποδεκτής και εκτιμώμενης εμπειρίας σχετίζεται άμεσα με την κυρίαρχη θέση που αυτή καταλαμβάνει επί του παρόντος στο ψυχιατρικό πλαίσιο εργασίας. Χωρίς την πλήρη κατανόηση του τρόπου με τον οποίο η εμπειρία αυτή εντάχθηκε σταδιακά στο ιατρικό μοντέλο, με τις αντίστοιχες επιπτώσεις σε αυτούς που ακούν φωνές, δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπίσουμε το φαινόμενο χωρίς παρωπίδες. «Φυσιολογικοποιώντας» την εμπειρία, είμαστε σε θέση να βοηθήσουμε αυτόν που ακούει φωνές να αναπτύξει και να χρησιμοποιήσει τις δυνατότητές του/της. Η σημασία αυτής της αλλαγής συμπεριφοράς φαίνεται στη δουλειά μας με την προαγωγή της απελευθερωτικής προσέγγισης αυτών που ακούν φωνές.
Το κεφάλαιο αυτό δεν επιχειρεί να παρέχει μια πλήρη περίληψη της ιστορίας του φαινομένου των φωνών. Αφενός θα απαιτούνταν ένα ολόκληρο βιβλίο προκειμένου να γίνει αυτό αξιόπιστα, αφετέρου αρκετοί συγγραφείς έχουν ήδη ανασκοπήσει τη σχετική βιβλιογραφία για διαφορετικούς λόγους και σε διαφορετικά πλαίσια αναφοράς (Slade & Bentall, 1988; Thomas, 1997; Watson, 1998). Από την άλλη πλευρά, δεν είναι θεμιτό να την αγνοήσουμε πλήρως, καθώς η ιστορική αναδρομή μπορεί να συνεισφέρει στην κατανόηση του υπόβαθρου και της ορθολογικής βάσης του φαινομένου στην παρούσα μελέτη.
Εμπειρίες ατόμων που ακούν φωνές έχουν καταγραφεί κατά τη διάρκεια της ιστορίας από τους αρχαίους πολιτισμούς της Αιγύπτου, της Ρώμης, της Βαβυλώνας, του Θιβέτ και της Ελλάδας μέχρι και τη σύγχρονη εποχή (Watson, 1998). Στις πρώιμες αυτές κοινωνίες οι θετικές φωνές αποτελούσαν συνηθισμένο φαινόμενο. Με βάση τις πεποιθήσεις της εποχής, σε συγκεκριμένους ιερούς τόπους, ήταν δυνατόν να λάβεις από τη φωνή ενός Θεού συμβουλές και οδηγίες για σημαντικές αποφάσεις της ζωής σου. Σε μεταγενέστερες εποχές, τα θεϊκά αυτά μηνύματα λαμβάνονταν συνήθως μέσω συγκεκριμένων ιερέων ή ιερειών. Η πρώτη εγνωσμένη προσωπικότητα που άκουγε φωνές ήταν ο Σωκράτης (469-399 πΧ). Μολονότι ανέφερε ότι άκουγε τη φωνή ενός δαίμονα, την αξιολογούσε θετικά.
Η πρώτη ερμηνεία των ψευδαισθήσεων προέρχεται από τον Αριστοτέλη (384-322πΧ), ο οποίος δεν τις συσχέτιζε με την προσωπική του εμπειρία. Με βάση τον Αριστοτέλη, οι φωνές παράγονται με τον ίδιο μηχανισμό που φυσιολογικά παράγει ψευδαισθήσεις κατά τη διάρκεια του ύπνου, το μηχανισμό, δηλαδή, των ονείρων (Feinberg, 1970). Εμπειρίες ατόμων που ακούν φωνές έχουν συχνά αναφερθεί στα πλαίσια της θρησκείας Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι πολλοί από τους ιδρυτές θρησκευτικών κινημάτων ανέφεραν ότι άκουγαν φωνές: Ιησούς (Χριστιανισμός), Μωάμεθ (Ισλάμ), George Fox (Κουακέροι) και Joseph Smith (Μορμόνοι). Τόσο στην Παλαιά όσο και στην Καινή Διαθήκη αναφέρεται ότι ο Μωυσής, ο Ιησούς, ο Απόστολος Παύλος και η Παναγία άκουγαν φωνές. Είναι επίσης γνωστό ότι ηγουμένη Hildegard von Bingen, η αγία Τερέζα της Αβίλα και ο Φραγκίσκος της Ασίζης, καθώς και ο προτεστάντης Λούθηρος άκουγαν φωνές (Watson, 1998). Πιθανότατα η πιο γνωστή προσωπικότητα που άκουγε φωνές ήταν η Jeanne d’Arc (1412-1431), η πρώτη ίσως περίπτωση όπου τα πολιτικά γεγονότα είχαν μεγάλη επιρροή στον τρόπο με τον οποίο ο κόσμος αντιμετώπιζε αντίστοιχες εμπειρίες. Ήταν ευρέως γνωστό στα στρατεύματά της ότι η Jeanne d’Arc καθοδηγούνταν από φωνές, όταν τους οδηγούσε σε μάχη για την απελευθέρωση της Γαλλίας από τους Άγγλους. Εντούτοις, όταν συνελήφθη αιχμάλωτη από τους Άγγλους, κατηγορήθηκε για μαγεία εξαιτίας των φωνών της. Στην πραγματικότητα η δίκη της ήταν μια πολιτική διαμάχη για τα δικαιώματα επί του γαλλικού στέμματος.
Η πρώτη αξιοσημείωτη αλλαγή στην αντίληψη του φαινομένου παρατηρείται με την ανάπτυξη του ατομικισμού στα πλαίσια του εξελισσόμενου Ευρωπαϊκού πολιτισμικού κινήματος της «Αναγέννησης». Πρόκειται για μια εποχή η οποία έχει συνδεθεί σε μεγάλο βαθμό με την προσπάθεια χειραφέτησης της ανθρωπότητας απέναντι στις δυνάμεις που ηγεμόνευαν την ανθρώπινη ύπαρξη: τον κλήρο και το κράτος. Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης, η πολιτική ισχύς βρισκόταν στα χέρια της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, καθώς εκκλησία και κράτος λειτουργούσαν ως ένα σώμα. Η εκκλησία λειτουργούσε ως ο κύριος μηχανισμός ελέγχου της γνώσης, συνεπώς η ανάπτυξη της ανεξάρτητης σκέψης που αντιπροσώπευε ο ατομικισμός αποτελούσε απειλή για την εξουσία της.
Τα πρώτα ίχνη της Αναγέννησης και του ατομικισμού ανευρίσκονται στα έργα του Δάντη (1265-1321) ποιητή, πολιτικού και φιλοσόφου του 14ου αιώνα. Στο έργο του «Μοναρχία» (Winkler Prince, 2002; Perler in Routledge 2000) ο Δάντης θεωρεί ότι στόχος της πολιτισμικής διαδικασίας αποτελεί η δέσμευση των ανθρωπίνων δυνατοτήτων στην υπηρεσία της ειρήνης και της ελευθερίας. Ο Δάντης έφερε επαναστατικές ιδέες και θεωρούσε ότι το άτομο, η πολιτεία και η εκκλησία πρέπει να διαθέτουν διακριτούς ρόλους, με τους δύο τελευταίους θεσμούς να περιορίζονται στο ρόλο της καθοδήγησης και όχι του ελέγχου. Κατά τη διάρκεια του 15ου και 16ου αιώνα, η αυξανόμενη επιρροή της Αναγέννησης ήταν τόσο ισχυρή, ώστε επεκτάθηκε σε όλες τις πτυχές της καθημερινής ζωής συμπεριλαμβανομένων όλων των μορφών τέχνης, όπως η αρχιτεκτονική, η ζωγραφική, η γλυπτική, η μουσική, η χαλκοπλαστική, η ταπητουργία και η υαλουργία, καθώς επίσης και στις πεποιθήσεις για την αντιμετώπιση των ασθενών (Thomas, 1997).
Μέχρι την πρώιμη Αναγέννηση, οι θεωρίες της νόσου στηρίζονταν ακόμη στην αστρολογία και την αλχημεία (Thomas, 1997). Η αλλαγή στο πεδίο της ιατρικής σκέψης επήλθε ως συνέπεια μιας φαινομενικά αθώας αναβίωσης του ενδιαφέροντος για την κλασσική Ελλάδα. Η αναβίωση αυτή πήγαζε από το αντίστοιχο ενδιαφέρον για το ανθρώπινο σώμα, όπως αποτυπώνεται στο έργο του καλλιτέχνη Leonardo da Vinci, ο οποίος δημοσίευσε μια σειρά από ανατομικά σχέδια, τα οποία με τη σειρά τους επηρέασαν τον Βέλγο ανατόμο Vesalius. O Vesalius, ο οποίος σπούδασε ιατρική στο Παρίσι, διδάχτηκε την παραδοσιακή μορφή της Ανατομίας, αναλλοίωτης από την εποχή του Γαληνού (περίπου 2ος αιώνας μ.χ.), ο οποίος στα έργα του επέκτεινε τις θεωρίες του Ιπποκράτη. Προκειμένου να μάθει περισσότερα για την ανατομία, ο Vesalius αναλάμβανε νεκροτομές, μια πολύ επικίνδυνη δραστηριότητα δεδομένου ότι η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία την είχε απαγορεύσει, καθώς θεωρούσε τη δομή και τη λειτουργία του ανθρώπινου σώματος ως θεόσταλτη, ιερή και όχι για τα μάτια του ανθρώπου (Thomas, 1997). Ως εκ τούτου, οι πράξεις και οι παρατηρήσεις του Vesalius ήρθαν σε αντίθεση με ιερές ιδέες του οργανωμένου Χριστιανισμού, όπως για παράδειγμα της πεποίθησης ότι οι γυναίκες έχουν ένα περισσότερο πλευρό από τους άνδρες ή ότι η καρδιά βρίσκεται στο κέντρο του μυαλού.
Πολλοί ακόμη αμφισβήτησαν τις καθιερωμένες απόψεις της εκκλησίας. Ο Κοπέρνικος υπολόγισε ότι ο ήλιος και όχι η γη βρίσκεται στο κέντρο του ηλιακού συστήματος, μια άποψη που θεωρούνταν αιρετική την εποχή εκείνη. Η ανακάλυψη του τηλεσκοπίου, του θερμομέτρου, του βαρομέτρου και του μικροσκοπίου παρείχαν τα απαραίτητα μέσα στους πρώιμους επιστήμονες φιλοσόφους προκειμένου να εμβαθύνουν ακόμη περισσότερο στα υλικά χαρακτηριστικά του φυσικού κόσμου (Thomas, 1997, p.153). Η εκκλησία εξέλαβε την επιστημονική εξέλιξη ως απειλή, καθώς η κατάκτηση της γνώσης μέσω επιστημονικής έρευνας έθετε το Θεό και την ίδια στο περιθώριο. Στην προσπάθειά της να ανακτήσει τον έλεγχο, η εκκλησία εφάρμοσε σε ολόκληρη της Ευρώπη τη μέθοδο της Ιεράς Εξέτασης, προκειμένου να «ανιχνεύει» αιρετικούς. H Ιερά Εξέταση ξεκίνησε γύρω στα 1184 στη Ρώμη, όταν νομιμοποιήθηκε από τον Πάπα Λούκιο ΙΙΙ και τελικά σταμάτησε το 1772 στη Γαλλία:
«Προκειμένου να προφυλάξει τη Χριστιανοσύνη από τις Σατανικές επιρροές, ο Πάπας Ιννοκέντιος VIII διέταξε το 1489 την έκδοση του βιβλίου Malleus malefircarum (Το σφυρί των μαγισσών). Το βιβλίο αυτό έθετε τις προϋποθέσεις καύσης στην πυρά των υπόπτων για μαγεία ή δαιμονισμό. (Slade en Bentall, 1988 p. 6)»
Πρόκειται για μια βάναυση μέθοδο υπό την ευθύνη μοναχών, οι οποίοι διέθεταν διευρυμένες εξουσίες, ώστε οι πράξεις τους να μην είναι υπόλογες στους τοπικούς επισκόπους. Οι αιρετικοί που «ανιχνεύονταν» προσάγονταν σε δίκη με βάση τους Ρωμαϊκούς νόμους. Έτσι, η Ιερά Εξέταση αποτελούσε ένα μηχανισμό καλλιέργειας τρόμου στον πληθυσμό. Είναι φανερό ότι την εποχή εκείνη η αναφορά ψευδαισθήσεων από κάποιον έθετε αυτομάτως σε κίνδυνο τη ζωή του.
Η Τερέζα της Αβίλα (1515-1582), η οποία ήταν ηγουμένη, κατόρθωσε να σώσει ένα σημαντικό αριθμό μοναχών με οράματα από τις μηχανορραφίες της Ιεράς Εξέτασης εισάγοντας τις έννοιες της «ασθένειας» και της «έλλειψης ευθύνης». Υποστήριξε ότι συγκεκριμένες «φυσικές αιτίες» - η μελαγχολία, η αδύναμη φαντασία και η νύστα, ο ύπνος ή οι υπνόμορφες καταστάσεις - είναι σε θέση να ερμηνεύσουν τα «οράματα» (Slade & Bentall, 1988, p.6). Έτσι, επί τη βάσει μιας πολιτικής αναγκαιότητας, η Αβίλα ανέπτυξε την πρώτη ιατρική προσέγγιση των ψευδαισθήσεων. Οι θετικές αναφορές φωνών εξέλειψαν, αλλά από τη στιγμή που το ίδιο το φαινόμενο δεν έπαψε να υπάρχει, αναπτύχθηκε ένα ισχυρό πολιτισμικό ταμπού.
Η δεύτερη ιστορική επιρροή στη σύγχρονη αντίληψη του φαινομένου των φωνών είναι η πολιτισμική εξέλιξη της περιόδου του «Διαφωτισμού». Το κίνημα αυτό ξεκίνησε τον 16ο αιώνα και αναπτύχθηκε κυρίως την εποχή της Βρετανικής «Ένδοξης Επανάστασης» και μέχρι το τέλος της Γαλλικής Επανάστασης (Winkler Prince, 2002). Η περίοδος αυτή είναι επίσης γνωστή ως η «περίοδος της φιλοσοφίας», μια εποχή στην οποία οι άνθρωποι κλήθηκαν να χρησιμοποιήσουν το πνεύμα τους αμφισβητώντας πεποιθήσεις ότι το ανθρώπινο ον δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει τη λογική του, καθώς είναι δεσμευμένο από προλήψεις, προκαταλήψεις και τις δυνάμεις που τις συντηρούν. Η νέα αισιόδοξη άποψη ήταν ότι μέσω της λογικής μπορεί να γίνει η διάκριση ανάμεσα στο φυσικό και το αφύσικο (Thomas, 1997).
Σημαντική επιρροή στο κίνημα του Διαφωτισμού είχε ο Γάλλος φιλόσοφος Descartes (1596-1650), ο οποίος εισήγαγε το "καρτεσιανό» σύστημα σκέψης, το οποίο θεωρείται η βάση της επιστήμης της ψυχολογίας (Thomas, 1997). Η διάσημη φράση του «Σκέπτομαι, άρα υπάρχω» εισήγαγε το δόγμα του «δυϊσμού», του διαχωρισμού, δηλαδή, σώματος και πνεύματος.
«Η αντίληψή μας για τον κόσμο εντοπίζεται στις εσωτερικές εμπειρίες, στο μυαλό του ατόμου. Ο δυϊσμός της καρτεσιανής σκέψης, ο οποίος άνοιξε το δρόμο για την υλιστική προσέγγιση της ανθρώπινης συμπεριφοράς, καθώς και η πίστη στη θεμελίωση της γνώσης μέσω των εμπειριών του ατόμου είχαν σημαντική επίδραση στη διαμόρφωση της ψυχολογικής σκέψης. Ειδικότερα, αποτέλεσαν το ερέθισμα επιστημονικών προσεγγίσεων, οι οποίες στόχευαν στην κατανόηση των εσωτερικών μηχανισμών του μυαλού και στη σχέση τους με τον εγκέφαλο. Το πρόβλημα είναι ότι αυτό οδήγησε στην περιθωριοποίηση της σχέσης μεταξύ του ατόμου και των άλλων, καθώς όπως παρατήρησε ο Russell, τα ήθη και η ηθική, οι πτυχές, δηλαδή, της φιλοσοφίας που ορίζουν τις αξίες που διέπουν τις ατομικές και κοινωνικές σχέσεις μας είχαν περιορισμένο ρόλο στην καρτεσιανή σκέψη.» (Thomas, 1997 p. 157/158).
Στους αιώνες που ακολούθησαν, η επιστημονική αυτή προσέγγιση κυριάρχησε με πολλές συνέπειες. Τα εργαλεία της επιστήμης πιστοποιούνται αντικειμενικά με βάση τη συνθήκη ότι η γνώση γίνεται αποδεκτή μόνο αν παράγεται μεθοδολογικά και με επαναληψιμότητα των αποτελεσμάτων. Διαχωρίζοντας το σώμα με το πνεύμα, ο Descartes δημιούργησε τη δυνατότητα μελέτης του μυαλού ως αντικειμένου, σε αυτονομία από το σώμα και το περιβάλλον, ωσάν να μην υπάρχει καμία αλληλεπίδραση, καμία συσχέτιση. (Thomas, 1997, p.153).
Παράλληλα με την επιστημονική εξέλιξη, αναπτύχθηκε και η αντίστοιχη ορολογία. Σε σχέση με το αντικείμενο μελέτης μας, ο όρος hallucinations εισήχθη για πρώτη φορά από τον Lavater το 1572 (Slade & Bentall, 1988), με βάση τη μετάφραση της ερμηνείας που απέδωσε ο Galen στην τρέλα ως μίας «διαταραχής των σωματικών εκκρίσεων».
«Ο όρος ‘hallucinations’ αποτελεί τη αγγλική εκδοχή του λατινικού allucinatio (περιπλάνηση του μυαλού, φληνάφημα). Ο όρος χρησιμοποιήθηκε ώστε να αποδώσει μια ποικιλία παράξενων ήχων, προμηνυμάτων και φαινομένων (Slade en Bentall, 1988 p. 7).»
Ο Γάλλος φυσικός Esquirol (1832) περιέγραψε τις ψευδαισθήσεις (hallucinations) σε μια προσπάθεια να τις διακρίνει σε «λογικές» και «παράλογες», χαρακτηρίζοντας τις πρώτες ως παραισθήσεις (illusions) και τις δεύτερες ως ψευδαισθήσεις (hallucinations).
« Οι άνθρωποι που υποφέρουν από ψευδαισθήσεις ονειρεύονται, ενώ είναι ξύπνιοι. Οι ψευδαισθήσεις αποτελούν ανακλήσεις της μνήμης, χωρίς τη συμμετοχή των αισθήσεων.» (Slade en Bentall, 1988 p. 8)
Οι παράφρονες σφάλουν για τη φύση και την αιτία της παρούσας αίσθησής τους. Οι παραισθήσεις , από την άλλη πλευρά, γίνονταν αντιληπτές ως καταστάσεις όπου:
“… οι νευρικές απολήξεις έχουν διεγερθεί. Οι αισθήσεις είναι ενεργείς, οι παρούσες εντυπώσεις προκαλούν την αντίδραση του εγκεφάλου.» (Slade en Bentall, 1988 p. 8).
Η διάκριση μεταξύ "παράφρονα" και "λογικού" αποτέλεσε αντικείμενο ισχυρής διαμάχης. Ο Esquirol περιέγραψε τον παράφρονα ως κάποιον που «σφάλει για την αιτία της παρούσας αίσθησης», ενώ το 1855 η γαλλική Société Medico-Psychologique όρισε την παράνοια με βάση την ανικανότητα ελέγχου της εμπειρίας. Και τα δύο επιχειρήματα εξακολουθούν να διαδραματίζουν ρόλο στις σύγχρονες διαμάχες.
Εντούτοις, η παράνοια δεν περιορίζεται σε ατομικό επίπεδο, αλλά ορίζεται εντός του κοινωνικού πλαισίου της.
« Ο Esquirol και ο δάσκαλός του Pinel ήταν αυτοί που απέρριψαν την αντίληψη της ψυχικής ασθένειας ως μίας αυτενεργούς οντότητας, ανεξάρτητης και αποξενωμένης από την κοινότητα των ανθρώπων που την παρουσιάζουν. Αντίθετα, υποστήριξαν ότι ο ψυχικά ασθενής εμφανίζει πολλά κοινά με τους "φυσιολογικούς". Στην προσπάθειά τους να αντικρούσουν την αντίληψη ότι ο ψυχικά ασθενής είναι συνολικά διαταραγμένος, δαιμονισμένος προσπάθησαν να διακρίνουν ακριβείς συμπτωματολογικές εικόνες. Ο ασθενής που πάσχει από ‘ folie raisonnante’, όπως την ονόμαζαν, μπορεί κατά καιρούς να έχει διαφορετική αντίληψη της πραγματικότητας από τον εξεταστή, αλλά σε πολλές άλλες περιπτώσεις μπορεί να είναι λογικός. Λόγω μιας αξιοθρήνητης παρερμηνείας της ιστορίας ο Esquirol πιστώνεται στα σύγχρονα εγχειρίδια τη σύγχυση που προκαλεί η χρήση του όρου hallucinations.» (Rabkin, 1970, p. 115.)
Κατά τον Rabkin (1970), δεν ήταν ο Esquirol που εισήγαγε την ιδέα της διάγνωσης ενός ασθενούς ως ατόμου χωρίς λογική.
«Προσδιορίζοντας τους δύο όρους, ο κύριος σκοπός του Esquirol ήταν να υπογραμμίσει την υπόλοιπη συμπεριφορά και περιστάσεις των ασθενών, συμπεριφορά η οποία ήταν λογική. Αυτό συνήθως δεν αναφέρεται.» (R. Rabkin, 1970, p.116).
Κατηγοριοποίηση σε νοσολογικές οντότητες και οι συνέπειες
Κατά το δεύτερο μισό του δεκάτου ενάτου αιώνα και κατά το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα, η ψυχική ασθένεια συνέχιζε να γίνεται αντιληπτή κυρίως με όρους διάδρασης μεταξύ του περιβάλλοντος και του ατόμου. Υπό την επιρροή της φιλοσοφίας του Freud, ο Adolf Meyer επιχείρησε ακόμη και να εντάξει τη φροϋδική θεωρία στην πρακτική της κλινικής ψυχιατρικής:
«Η προσέγγιση του Meyer για την κατανόηση της ψυχικής ασθένειας ήταν φυσιολογικοποιητική, υπό την έννοια ότι την θεωρούσε μια κατανοητή αντίδραση σε ένα σύνολο εμπειριών. Η προσέγγιση του ήταν σημαντική ως προς τη σημασία που προσέδιδε στο άτομο, στα πλαίσια της κατανόησης της ψυχικής ασθένειας. Η προσέγγισή του εστίαζε σε άτομα, όχι ασθενείς.» (Thomas, 1997, p. 148)
Ταυτόχρονα, μια μικρή αλλά ισχυρή ομάδα στην Γερμανία ασκούσε κριτική σε αυτή την κοινωνική προσέγγιση (Kraepelin,1883 Bleuler,1911). Θεωρούσαν αντιεπιστημονικό το να δουλεύει κανείς με το ψυχοκοινωνικό μοντέλο, καθώς πίστευαν ότι θα αποτύγχανε να παραγάγει οποιαδήποτε εποικοδομητική έρευνα στο πεδίο της ψυχικής ασθένειας. Αντ’ αυτού, ήθελαν να τελειοποιήσουν την παθολογική εννοιολογική αντίληψη που επιχειρούσε να εξηγήσει την ψυχική ασθένεια μέσα από ένα βιολογικό ή γενετικό πλαίσιο αναφοράς. Αυτό ήταν ένα βήμα προς τα μπροστά στην προσπάθεια τελειοποίησης των παθολογικών εννοιών.
«Η «χρονιότητα» και η «επιδείνωση» αποτελούσαν την ουσία της έννοιας ‘dementia praecox’ που χρησιμοποιούσε ο Kraepelin, η οποία, όπως μπορούμε να δούμε σήμερα, ήταν αποτέλεσμα προκατάληψης, λόγω των πιο βαριά ασθενών που ο Kraepelin έβλεπε στα ψυχιατρεία της εποχής του. Ενώ ο Bleuler (1911) διόρθωσε αυτή την έννοια της χρονιότητας επισημαίνοντας ότι υπάρχουν διάφοροι υπότυποι και ότι το καθοριστικό κριτήριο πρέπει να είναι η ψυχοπαθολογία και όχι η χρονική διάρκεια, άθελα του δημιούργησε μια ακόμη παρεξήγηση εισάγοντας τον όρο σχιζοφρένεια». (Katchnig, 2002).
Στην πρώιμη δουλειά του ο Bleuler, σε αντίθεση με το ευρωπαϊκό ψυχιατρικό κατεστημένο, αναγνώρισε την περισσότερο δυναμική και αναδομητική προσέγγιση του ψυχοπαθολογικού φαινομένου από τον Freud. Και πάλι οι ιδέες του πρέπει να δέχθηκαν επιρροές από το περιβάλλον. Ο Bleuler ζούσε και εργαζόταν σε στενή επαφή με τους ασθενείς του. Αργότερα, υπό την πίεση των εκπροσώπων της γερμανόφωνης ψυχιατρικής να επιβεβαιώσει τις ιδέες τους, ο Bleuer απέκδυσε την σχιζοφρένεια ως έννοια από όλες τις ψυχοαναλυτικές επιρροές (Richartz, 1985). Υπό την επιρροή του Eugen Bleuler, η ψυχιατρική στις Ηνωμένες Πολιτείες έχει διαγνώσει σχεδόν όλες τις ψυχωσικές εμπειρίες συμπεριλαμβάνοντας τις ψευδαισθήσεις και / ή τις παραληρηματικές σκέψεις κάτω από την ταμπέλα της σχιζοφρένειας (Richartz, 1985)
Έτσι, με την ανάπτυξη του συστήματος ταξινόμησης, οι εκφράσεις της ψυχικής ασθένειας δεν γίνονταν πλέον αντιληπτές ως κατανοητές αντιδράσεις σε ένα σύνολο εμπειριών ζωής, αλλά ως εκφράσεις μιας νοσολογικής οντότητας, μιας υποκείμενης ασθένειας της λειτουργίας του εγκεφάλου. Η επιρροή αυτού του τρόπου κατανόησης επικρατεί σήμερα στις ιατρικές σχολές. Τα βιβλία δομούν τις πρώτες ιατρικές ιδέες των φοιτητών της ιατρικής – το «είναι» του γιατρού. Αυτός ο τρόπος σκέψης αποτελεί το πρώτο βήμα για να μάθει κανείς να χρησιμοποιεί τη διάγνωση έχοντας ως βάση τα συμπτώματα, κατηγοριοποιώντας σε νοσολογικές οντότητες χωρίς αιτιολογική γνώση αυτών των συμπτωμάτων.
Με αυτή την προσέγγιση, ο Kraepelin και άλλοι που εργάζονταν στην κλινική ψυχιατρική έδειχναν ελάχιστο ενδιαφέρον για το τι μπορεί να σήμαιναν για τους ασθενείς τα συμπτώματα (της ασθένειας) από τα οποία ισχυρίζονταν ότι υπέφεραν. (Zilborg & Henry, 1941). Παρόλα αυτά, το σύστημα του Kraepelin γνώρισε μεγάλη επιτυχία.
«Η ανάπτυξη ειδικά καθορισμένων ασθενειών φέρει όλα τα είδη των επιπτώσεων που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν αρνητικές. Πρώτον, το ιατρικό μοντέλο έχει οδηγήσει στη μελέτη συνδρόμων παρά συμπτωμάτων. Το μεγαλύτερο μέρος της έρευνας που έχει πραγματοποιηθεί γύρω από τη μη φυσιολογική συμπεριφορά κατά τα τελευταία 50 χρόνια έχει θεωρήσει διαγνωστικές κατηγορίες όπως η «σχιζοφρένεια», ή η «κατάθλιψη» ανεξάρτητες μεταβλητές. Δεύτερον, η άποψη ότι οι ψευδαισθήσεις είναι ιατρικά φαινόμενα έχει οδηγήσει σε μια σχετική έλλειψη ενδιαφέροντος από τους ψυχολόγους για αυτές.» (Slade and Bentall, 1988, p.9).
Οι Slade και Bentall έχουν δίκιο στην κριτική τους, αλλά κατά το πρώτο μισό του τελευταίου αιώνα οι ψυχίατροι ένιωθαν την ανάγκη ύπαρξης διαγνωστικών συστημάτων για να διαπιστωθεί εάν ορισμένα συμπτώματα ήταν παθογνωμονικά για ορισμένες ασθένειες. Για το λόγο αυτό, ο ψυχίατρος Kurt Schneider (1956) ανέπτυξε κριτήρια για τη διάγνωση των ακουστικών ψευδαισθήσεων τα οποία νόμιζε ότι ήταν ειδικά για την σχιζοφρένεια. Διέκρινε: «φωνές που λένε δυνατά τις σκέψεις σου, δύο ή περισσότερες φωνές που μιλάνε για σένα (στο τρίτο πρόσωπο, αναφερόμενες σε εσένα ως «αυτός» ή «αυτή»), μία ή περισσότερες φωνές που κάνουν μια ταυτόχρονη συζήτηση κατά την οποία σχολιάζονται οι πράξεις ή οι σκέψεις σου». Ο Schneider πρότεινε ότι οποιοδήποτε από αυτά τα χαρακτηριστικά θα μπορούσε να αποτελεί ένδειξη της παρουσίας της ασθένειας της σχιζοφρένειας.
Μολαταύτα, η παρουσία αυτού του είδους της πραγματικότητας είναι υποθετική. Όπως λέει η Mary Boyle (1990):
«Αυτό που είναι ίσως το πιο αξιοσημείωτο σχετικά με τη δουλειά τους (των Kraepelin, Bleuler, Schneider), είναι ότι παρόλο που ευθυγραμμίζονταν με ένα επιστημονικό πλαίσιο, ούτε ένας από αυτούς δεν παρουσίασε έστω ένα στοιχείο σχετικό με την υπόθεσή τους ότι είχαν δίκιο που εισήγαγαν και χρησιμοποίησαν τις έννοιες dementia praecox και σχιζοφρένεια.» (Boyle, 1990. p. 75)
Στη δική μας μελέτη (Rome, 1996, Honig, 1998, Pennings, 1996) δεν βρέθηκε καμία ξεκάθαρη διαφοροποίηση χαρακτηριστικών σε ακουστικές ψευδαισθήσεις που είχαν βιωθεί από ασθενείς διαγνωσμένους με σχιζοφρένεια, με αποσυνδετική (διχαστική) διαταραχή ή από μη-ασθενείς (άτομα χωρίς ψυχιατρική ασθένεια όταν αξιολογήθηκαν με το CIDI, Robins et al., 1988).
Ενώ είναι ξεκάθαρο ότι η κριτική μπορεί να στρέφεται στα διαγνωστικά συστήματα, η αναγνώριση νοσολογικών οντοτήτων είχε να προσφέρει πολλά στους κλινικούς ιατρούς περικλείοντας μια επιθυμία να εργαστούν επιστημονικά, με αποκορύφωμα την δημιουργία του Διαγνωστικού και Στατιστικού Εγχειριδίου (Diagnostic and Statistical Manual (DSM)) του Αμερικανικού Ψυχιατρικού Συλλόγου.
Αυτή ήταν μια νίκη για την βιολογική ψυχιατρική επί του ψυχοκοινωνικού κινήματος και ιδίως επί της ψυχανάλυσης. Η λεπτομερής θέσπιση κριτηρίων για τη διάγνωση της ψυχικής ασθένειας είχε διεθνείς συνέπειες. Ανέδειξε μια σταθερή βάση για τη διάγνωση και έδωσε μια νέα ώθηση στη βιολογική έρευνα (Thomas, 1997 p.149).
Η Επιτροπή του Αμερικανικού Ψυχιατρικού Συλλόγου για την ορολογία/ ονοματολογία και την Στατιστική εξέδωσε το 1952 την πρώτη έκδοση του Διαγνωστικού και Στατιστικού Εγχειριδίου για τις Ψυχικές Διαταραχές (DSM-I). Από το 1952, το DSM έχει αναθεωρηθεί αρκετές φορές.
«Το DSM-I περιελάμβανε ένα γλωσσάρι περιγραφών διαγνωστικών κατηγοριών και ήταν το πρώτο επίσημο εγχειρίδιο ψυχικών διαταραχών που εστίασε στην κλινική χρησιμότητα. Η χρήση του όρου «αντίδραση» σε όλο το DSM-I αντανακλά την επιρροή της ψυχοπαθολογικής οπτικής του Adolf Meyer ότι οι ψυχικές διαταραχές αντιπροσωπεύουν αντιδράσεις της προσωπικότητας σε ψυχολογικούς, κοινωνικούς και βιολογικούς παράγοντες». (DSM-IV.1994. p. xvii)
Το 1980 εκδόθηκε το DSM-III
«Το DSM-III εισήγαγε έναν αριθμό σημαντικών μεθοδολογικών καινοτομιών, συμπεριλαμβανομένων ρητών διαγνωστικών κριτηρίων, ενός πολυαξονικού συστήματος και μιας περιγραφικής προσέγγισης που επιχείρησε να είναι ουδέτερη όσον αφορά στις θεωρίες της αιτιολογίας.» ‘(DSM-IV. 1994. p. xvii/xviii)
Το 1994 εκδόθηκε το DSM-IV.
Παρόλες τις προσπάθειες τελειοποίησης του DSM, η επιρροή των κοινωνικών συνθηκών όπως αναφέρονται στο πρώτο DSM δεν αποτέλεσε γνώμονα ξανά. Οι αιτιολογικοί παράγοντες δεν λαμβάνονται πλέον υπόψη στο σύστημα ταξινόμησης του DSM, με μία εξαίρεση: την Μετατραυματική Αγχώδη Διαταραχή.
Η κριτική για αυτό το σύστημα ταξινόμησης ξεκίνησε πιο ανοιχτά στο τέλος της δεκαετίας του 1980, με αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, την έκδοση ενός αριθμού γονιμοποιών κειμένων: το «Αναδομώντας τη Σχιζοφρένεια» του Richard Bentall (1990), το «Σχιζοφρένεια: μια επιστημονική αυταπάτη» της Mary Boyle (1990), το «η διαλεκτική της Σχιζοφρένειας» του Phil Thomas (1997) και το «Αποδομώντας τη Σχιζοφρένεια» του Dirk-Jan Blom (2003).
Η κριτική προέκυψε επίσης μέσα από την καθημερινή πρακτική, οδηγώντας τους κλινικούς ιατρούς να αμφισβητήσουν την χρησιμότητα της διάγνωσης της σχιζοφρένειας, με αποτέλεσμα να έχει φθίνει σήμερα σε αξιοπιστία ανάμεσα σε πολλούς επαγγελματίες (van Os & McKenna, 2003). Στο Maudsley Discussion Paper (No.12), ο Jim van Os εκφράζει τις ακόλουθες ανησυχίες:
«Ο ορισμός του DSM αποτελεί προϊόν έντονης προκατάληψης προς την μη συναισθηματική συμπτωματολογία. Η αιτία αυτής της αντίφασης κατά πάσα πιθανότητα σχετίζεται με την ανάγκη των επαγγελματιών ιατρών να καλλιεργήσουν μια πεποίθηση περί των ασθενειών ως ξεκάθαρα διαχωριστές νοσολογικές οντότητες, βασιζόμενοι στην παλιά Κρεπελιανή διάκριση μεταξύ της σχιζοφρένειας που έχει κακή έκβαση και των συναισθηματικών ασθενειών που έχουν καλή έκβαση». ‘(van Os & McKenna, 2003).
Επίσης, υπάρχει ένα ξεκάθαρο επιχείρημα σχετικά με το γιατί το σύστημα ταξινόμησης DSM είναι ανεπαρκές για τα άτομα που ακούνε φωνές, καθώς δεν περιλαμβάνει τη σημασία του κοινωνικού περιεχομένου. Στην έρευνα του Maastricht, που αναζητά μία σχέση μεταξύ των φωνών και της προσωπικής ιστορίας του ατόμου, δόθηκε μεγάλη προσοχή στο να ειδωθεί ξεκάθαρα η πρώτη εκδήλωση των φωνών και οποιοδήποτε τραυματικό γεγονός κατά τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Περίπου το 70% των φωνών που ακούν ενήλικες ξεκίνησαν μετά από αγχογόνα περιστατικά, συμπεριλαμβανομένου του θανάτου ενός μέλους της οικογένειας, του διαζυγίου, της μετακόμισης, την απώλεια μιας δουλειάς, ή της σεξουαλικής κακοποίησης (Romme & Escher, 1989). Τα περιστατικά συνέβησαν υπό τέτοιες κοινωνικές συνθήκες και σε τέτοιους ανθρώπους που δεν έκαναν δυνατό τον έλεγχο τους. Οι φωνές συχνά μιλούν για τις συνθήκες που δημιούργησαν μια συγκλονιστική εμπειρία ανημποριάς. Οι φωνές είναι αγγελιαφόροι του προβλήματος ή των προβλημάτων του ατόμου που τις ακούει. Σε κάθε διαγνωστικό σύστημα, συμπεριλαμβανομένου του DSM, είναι αναγκαίο να συμπεριλαμβάνονται το κοινωνικό πλαίσιο και το περιεχόμενο των φωνών, αντί να παραλείπονται, για να γίνουν κατανοητές η εμπειρία και η ανάγκη του ατόμου που ακούει φωνές. Αντίθετα φαίνεται ότι το ιατρικό επάγγελμα, αντί να προχωρήσει μπροστά, έχει χάσει το κοινωνικό πλαίσιο, κάτι που ακόμα λαμβανόταν υπόψη στις αρχές του περασμένου αιώνα.Μέσα στα πλαίσια της αναζήτησης επιστημονικής αντικειμενικότητας, η ψυχιατρική μοιάζει να έχει χάσει τον ασθενή και δεν έχει βρει αυτό στο οποίο στόχευε.
Όπως το διατυπώνει και ο κλινικός ιατρός Rabkin (1970)
«Η ένσταση μου είναι ότι οι χειρότεροι φόβοι του Esquirol έχουν γίνει πραγματικότητα, ότι ο όρος του πέτυχε το αντίθετο από αυτό που αποτελούσε πρόθεσή του: με άλλα λόγια, ο ψυχίατρος ως φρενολόγος (alienist), όπως αποκαλούταν, έχει δημιουργήσει ένα σύνολο αποξενωτικών (alienating) ιδεών ή ιδεολογιών, από τις οποίες ξεχωρίζουν οι ψευδαισθήσεις, τις οποίες λανθασμένα εκλαμβάνει ως τον αληθινό κόσμο της συμπεριφοράς, όπως κάποιος μπορεί να εκλάβει λανθασμένα την εικόνα μέσα στον καθρέφτη ως την ρητά αληθινή αντίληψη. Χρησιμοποιώντας αυτούς τους μύθους για να αποξενώσει τους ασθενείς του στον χώρο, έχει αποξενωθεί ο ίδιος σε βάθος.» (Rabkin, 1970, p.116)
`Η στάση των σύγχρονων ψυχιάτρων απέναντι στις ψευδαισθήσεις έχει διαμορφωθεί από ευρέως αποδεκτές εικασίες σχετικά με τη διάγνωση των ψυχιατρικών διαταραχών. Μετά τη δουλειά του Emil Kraepelin και άλλων κατά τον 19ο και τις αρχές του 20ου αιώνα, έγιναν προσπάθειες να αναπτυχθούν τυποποιημένα κριτήρια για την ταξινόμηση διαφορετικών παθήσεων (Bentall, 2003). Αυτές οι προσπάθειες, οι οποίες είχαν ως αποκορύφωμα τη δημιουργία του συστήματος DSM του Αμερικανικού Συλλόγου Ψυχιάτρων, αφιέρωσαν μεγάλη προσπάθεια στον καθορισμό της παρουσίας ή απουσίας συγκεκριμένων συμπτωμάτων όπως οι ψευδαισθήσεις, αλλά οδήγησαν σε μια σχεδόν ολοκληρωτική παραμέληση του νοήματός τους.
Το DSM είναι ένα σύστημα κατηγοριοποίησης χωρίς αποδεδειγμένη επιστημονική εγκυρότητα (Bentall, 2003). Είναι ένα σύστημα ταξινόμησης, όχι ένα διαγνωστικό σύστημα, επειδή δεν περιλαμβάνει αιτιολογικούς παράγοντες. Στο εγχειρίδιο DSM η ψύχωση περιγράφεται με τον ακόλουθο τρόπο:
«Ο όρος ψυχωτικός ιστορικά έχει πάρει πολλούς διαφορετικούς ορισμούς, κανένας από τους οποίους δεν έχει κερδίσει καθολική αποδοχή. Ο πιο αυστηρός ορισμός της ψύχωσης περιορίζεται σε παραληρηματικές ιδέες ή ψευδαισθήσεις, όπου οι ψευδαισθήσεις προκύπτουν από την απουσία εναισθησίας για την παθολογική τους φύση. Ένας ελαφρώς λιγότερο περιοριστικός ορισμός θα περιελάμβανε ψευδαισθήσεις που το άτομο συνειδητοποιεί ότι είναι ψευδαισθητικές εμπειρίες. Ακόμα ευρύτερος είναι ένας ορισμός που επίσης περιλαμβάνει άλλα θετικά συμπτώματα της σχιζοφρένειας (δηλ. αποδιοργανωμένος λόγος, μείζονα αποδιοργανωμένη ή κατατονική συμπεριφορά)»(DSM-IV. p.273)
Τα παραπάνω περιορίζουν την οπτική μας σε σχέση με τις ψευδαισθήσεις και δεν είναι την αφήνουν ανοιχτή απέναντι στην πραγματικότητα που παρατηρήσαμε στην έρευνα μας, ότι δηλαδή οι ψευδαισθήσεις αποτελούν επίσης σημείο κοινωνικών και συναισθηματικών προβλημάτων και δεν πρέπει να αποξενώνονται από το άτομο.
A.Escher, M.Phil, PhD.
References
Altman, H. Collins, M., Mundy,P. (1997) Subclinical hallucinations and delusions in
non psychotic adolescents. Journal of Child Psychology and Psychiatry 38,(4),413-420.
American Psychiatric Association (1980). Diagnostic and Statistical Manual of mental Disorders (3th edn). Washington D.C.: A.P.A.
Bentall, R.P. (1990) Reconstructing Schizophrenia (Routledge, London/New York).
Bentall, R.P.(2003) Madness explained: psychosis and human nature. London. Penguin.
Bender,L., Lipkowitz, H.H. (1940) Hallucinations in children. American Journal of Orthopsychiatry. New York: Plenum.
Bender, L. (1970). The maturation process and hallucinations in children. Origin and
mechanism of hallucinations. Ed. W. Kemp. New York: Plenum
Bettes, B.A., Walker, E. (1987) Positive and negative symptoms in psychotic and other
psychiatrically disturbed children. Journal of Child Psychology and psychiatry 28 (4), 555-568.
Bleuler, E. (1911) Dementia Preacox or the Group of Schizophrenias (trans. J. Zinkin, international University Press, New York, 1950) Leipzig: Deuticke.
Boevink, W., Escher, S. eds. (2001) Zelfverwonding begrijpelijk maken. St. Positieve Gezondheidzorg. Bemelen: Netherlands
Boyle, M (1990) Schizophrenia- A.Scientific Delusion? (Routledge, London/New York)
Blom, J.D. (2003) Deconstructing schizophrenia; an analysis of the epistemic and nonepistemic values that govern the biomedical schizophrenia concept. Boom, Amsterdam.
Chambers, W.J., Puig-Antich, J. Tabrizi, M.A., Davies, M. (1982) Psychotic symptoms in
prepuberal depressive disorder. Archieves of General Psychiatry 39 (8), 921-927.
Coleman, R. (1996) Recovery- an alien concept. Handsell Publishing, Gloucester
Despert,J.L. (1948) Delusional and hallucinatory experiences in children. The American Journal of Psychiatry, 104, (8), 528-537.
Del Beccaro, M.A., Burke, P and McCauley, E. (1988) Hallucinations in children: a follow-up study. Journal of the American Academy of Child and Adolescent Psychiatry, 27. 462-465.
Encyclopedia, Winkler Price (2002)
Famularo, R. Kinscherff, R. Fenton, T. (1992) Psychiatric diagnoses of maltreated children:
preliminary findings. Journal of American Academic Child Adolescents Psychiatry 31, 863-867.
Feinberg, 1. (1970) Hallucinations, dreaming and rem sleep. In; Origins and mechanism of hallucinations’.W. Kemp ed. Plenum Press, New York/London. 125-132
Galdos, P.M., Van Os, J.J., Murray, R.M. (1993). Puberty and the onset of psychosis.
Schizophrenia Res 10 (1), 7-14.
Galdos, P., Van Os, J. ( 1995). Gender, psychopathology and development from puberty to
early childhood. Schizofrenia RES 14 (2) 105-112.
Garralda, M.E. (1984) Psychotic children with hallucinations. British Journal of Psychiatry,
145, 74-77
Garralda, M.E.(1984) Hallucinations in children with conduct and emotional disorder: In: The clinical phenomena. Psychological Medicine, 14, 589-596.
Green, W.H., Padron-Gayol, M. Hardesty, A.S., Bassiri, M. (1992). Schizophrenia with
childhood onset, a phenomenological study of 38 cases. Journal of American Academic Child and Adolescent Psychiatry 31 (5), 968-976.
Hart de Ruyter, Th., Kamp, L.N.J. (1973) Hoofdlijnen van de kinderpsychiatrie. Van Lochem Slaterus, Deventer.
Honig, A., Romme, M.A.J., B., Ensink, S. Escher., M. Pennings, M., de Vries.M. (1998) Auditory Hallucinations: a comparison between patients and nonpatients. Journal of Nervous and Mental disease 186: 646-651.
Katchnig, H,(2002). Stigmarelevante historiche Wurzeln des Schizophreniekonzepts in Kraeplins, Bleulers and Schneiders Werk. Neuropsychiatrie, Band 16,nr.1 und 2 ,S.11-19
Kleinman (!988) Rethinking Psychiatry from cultural Category to Personal experience. The Free Press, New York.
Kemph, J.P.(1987) Hallucinations in psychotic children. Journal of American Academic Child and Adolescence Psychiatry, 26,4:556-559.
Kreapelin, E. (1883) Compendium der Psychiatrie. Zum Gebrauche fur Studirende and Arzte. Leipzig: Verlag von Johann Ambrosius Abel.
Van Os, J., McKenna, J. (2003) Maudsley Discussion Paper (No.12). London: Maudsley Hospital
Pennings, M.,& Romme,M. (1996) Stemmen horen bij schizofrene patienten, patienten met een dissociatieve stoornis en niet-patienten, in: Zin in waanzin. (eds. De hert,M.,Thys,E. Peusekens., Petry, D, van Raay,B. )Babylon-de Geus, Amsterdam. P. 127-140.
Putman, F.W., Peterson, G. (1994) Further validation of the child dissociative checklist. Dissociation (7) 204-220.
Rabkin, R. (1970) Do You see things that aren’t there? Construct Validity of the concept of ‘hallucinations’ in Origins and mechanisms of hallucinations’ W. Kemp ed.:Plenum Press New York, London. 112-124
Read, J., Reynolds,J. (1996) Speaking our minds. An Antopology of personal experiences and its consequences. The Open University/Mcmillan, London.
Richartz, M. (1985). Schizofrenie,-een onmogelijk begrip of een moeilijk peilbare uitdaging? COBO Bulletin.1985.-2.p.4-13.
Romme, M.A.J. & Escher , A.D.M.A.C. (1989) Hearing voices. Schizophrenia Bulletin, 15,
(2), 209-216.
Romme (1996) Understanding voices. Handsell publications. Gloucester
Robins, L.N., Wing. J., Wittchen. H.U. Helzer.J.E.,babor. T.F., Burke. J., Farmer. A., Jablenski. A. Pickens.R., Regier. D.A., Satorius. N., Towle. L.H., (1988) The Composite International Diagnostic Interview: an epidemiologic instrument suitable for use in cogjuntion with different diagnostic systems and in different cultures. Arch Gen Psychiatry ; 45:1069-1077.
Rothstein, A (1981) Hallucinatory phenomena in childhood. Journal of the American Academy of child psychiatry, 20,623-625. Routledge (2000) Routledge Encyclopedia of Philosophy, London Routledge.
Ryan, N.D., Puig-Antich,J., Ambrosini. H., Robbinson, D., Nelson, B., Lyengar, S., Twomey, J. (1987) The clinical picture of major depression in children and adolescents. Archives of General Psychiatry 44 (10), 854-861.
Schreier, H.A., (1998) Auditory hallucinations in nonpsychotic children with affective
syndroms and migraines: report of 13 cases (see comments). Journal of Child Neurology
13 (8), 377382.
Slade, P.D. Bentall,R.P., (1988) Sensory deception, A scientific analysis of hallucinations. Croom Helm Ltd, London.
Timimi, s (2002) Pathological child Psychiatry and Medicalisation of Childhood. Brunner-Routledge , Taylor & Francis group.
Thomas, P. (1997) The Dialectics of Schizophrenia. Free Association Books, London/New York.
Watson,J. (1998) Hearing Voices. A Common Human Experience. Hill of Content Publishing Co. Melbourne.
Yeates, T.T.,& Bernnard, J.R. (1988) The ‘haunted’child: Grief, hallucinations and family
dynamics. Journal of the American Academy of Child and Adolescent Psychiatry, 27, (5), 573-581.
Zilboorg, G., Henry, G.W. (1941) A history of medical Psychology. Norton, New York.