Ανιχνεύοντας και παρατηρώντας τους ήχους και τις φωνές
Η έρευνα που δημοσιεύουμε ολοκληρώθηκε τον Ιούλιο του 2017 είναι διαπανεπιστημιακής συνεργασίας με επικεφαλής το Πανεπιστημίου του Durham.
Πραγματεύεται την ανίχνευση των ήχων ομιλίας, ποια μέρη του εγκεφάλου ενεργοποιούνται και πως εκείνα δραστηριοποιούνται, από τους ανθρώπους που ακούνε φωνές χωρίς συμπτώματα ψύχωσης (δίνοντας έτσι τη δυνατότητα να μελετηθεί και να παρατηρηθεί αυτή η εμπειρία μακριά από τους συγχυτικούς κλινικούς παράγοντες αλλά και την επιρροή που μπορεί να υπάρχει από τα φάρμακα) σε αντίθεση με αυτούς που ποτέ δεν είχαν εμπειρία ακρόασης φωνών.
Τα αποτελέσματα της έρευνας αναδεικνύουν μια δεξιότητα των ανθρώπων που ακούνε φωνές, καθώς φαίνεται ότι αυτοί μπορούν να διακρίνουν πιο εύκολα και πιο γρήγορα τις "πραγματικές" φωνές (την ύπαρξη των οποίων αναγνωρίζουμε όλοι/ες), που είναι δυσδιάκριτες για άλλους. Η ανακάλυψη και τέτοιων θετικών συσχετίσεων με την εμπειρία των φωνών αποτελεί μια ενδιαφέρουσα ερευνητική προσέγγιση που συμβάλλει στην αναθεώρηση ευρέως διαδεδομένων διακρίσεων και στερεοτύπων, σύμφωνα με τα οποία όσοι ακούνε φωνές υστερούν σε γνωστικά και άλλα επίπεδα έναντι των "φυσιολογικών".
Και μόνο το ότι υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχουν συμπτώματα ψύχωσης και ακούνε φωνές είναι κάτι πάρα πολύ θετικό ως το ότι θα μπορούσε να δώσει λύσεις και τεχνικές διαχείρισης σε εκείνους που έχουν συμπτώματα ψύχωσης. Ας πούμε αν κάποιος έχει το μηχανισμό και μπορεί να αναλύσει τον τρόπο που τον κάνει πιο γρήγορο στο να ανιχνεύει μια φωνή ή ενός ήχου θα μπορούσε να βοηθήσει κάποιον που ακούει μια αρνητική φωνή ή έναν τρομακτικό ήχο να προλάβει να πει κάτι ή να κάνει κάτι στο χώρο που ακούει τις φωνές, πριν ο ήχος ή φωνή σωματοποιηθεί και του προκαλέσει αρνητικά συναισθήματα φόβο και ή παρανοϊκές ιδέες.