ΔΙΚΤΥΟ ΑΥΤΩΝ ΠΟΥ ΑΚΟΥΝΕ ΦΩΝΕΣ
ΒΑΣΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΦΩΝΕΣ
Πρωτότυπος τίτλος: Basic Information about Hearing Voices
Βρετανικό Δίκτυο Αυτών που Ακούνε Φωνές, 2003
Μετάφραση: Κλεοπάτρα Χατζοπούλου, Φιλιώ Σέκερη
Επιμέλεια μετάφρασης: Ευγενία Γεωργάκα
Περιεχόμενα
Έρευνα σχετικά με την εμπειρία του να «ακούει κάποιος φωνές»
Έρευνα σε παιδιά που «ακούνε φωνές»
Εξηγώντας την εμπειρία του να «ακούει κάποιος φωνές»
Το ότι «ακούμε φωνές» σημαίνει ότι είμαστε ψυχικά ασθενείς;
Οι τρεις φάσεις της εμπειρίας του να ακούς φωνές
Πλαίσια αναφοράς / συστήματα πεποιθήσεων
Πώς οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν τις φωνές
Αυτό το βιβλιαράκι είναι μία συλλογή βασικών πληροφοριών σχετικά με την εμπειρία του να ακούει κάποιος φωνές και απαντήσεων σε συχνές ερωτήσεις σχετικά με την εμπειρία. Δίνει σημαντικές πληροφορίες για τους ίδιους τους ανθρώπους που ακούνε φωνές, τους συγγενείς και φίλους τους και τους επαγγελματίες ψυχικής υγείας. Είναι γραμμένο σε απλή γλώσσα και στόχος του είναι να ενημερώσει.
Το υλικό που εμπεριέχεται είναι δανεισμένο κυρίως από τη δουλειά της Sandra Escher, ερευνήτριας στο Πανεπιστήμιο του Maastricht στην Ολλανδία και ερευνητικής συνεργάτιδας του Πανεπιστημίου της Κεντρικής Αγγλίας στη Βρετανία, και του Marius Romme, καθηγητή κοινωνικής ψυχιατρικής του Πανεπιστημίου του Maastricht στην Ολλανδία και επισκέπτη καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Κεντρικής Αγγλίας στη Βρετανία.
Είμαστε ευγνώμονες στον John Robinson και την Υπηρεσία Φωνών του Depford, που μας επέτρεψαν να χρησιμοποιήσουμε τα ξεκάθαρα και ενημερωτικά φυλλάδια από την ιστοσελίδα τους www.dhvs.freeserveuk.com
Αυτό το βιβλιαράκι επιμελήθηκαν η Julie Downs και ο Chris Stirk.
Πολλοί άνθρωποι ακούνε φωνές, οι οποίες δε γίνονται αντιληπτές ως σκέψη, σκέψη που εκφράζεται δυνατά ή κάτι που προέρχεται από τους ανθρώπους γύρω τους. Ωστόσο, οι «φωνές» (που ιατρικά ορίζονται ως ακουστικές ψευδαισθήσεις) που ακούνε τα άτομα είναι αληθινές εμπειρίες και όχι φανταστικές, παρά το γεγονός ότι οι άλλοι δεν μπορούν να τις ακούσουν.
Οι άνθρωποι που ακούνε φωνές μπορεί να ακούνε μία φωνή ή πολλές φωνές. Η φωνή ή οι φωνές μπορεί να είναι ευχάριστες και «καλές» ή μπορεί να είναι δυσάρεστες και «κακές». Μερικοί άνθρωποι μπορεί να ακούνε ένα μίγμα «καλών» και «κακών» φωνών. Μερικές φορές οι «καλές» φωνές μπορεί να γίνουν στην πορεία «κακές» και το αντίστροφο.
Υπάρχει συνήθως ένα πρότυπο σχετικά με το πότε εμφανίζονται οι φωνές, πότε σταματούν, πότε επιδεινώνονται και πότε βελτιώνονται. Οι φωνές συχνά εμφανίζονται ή επιδεινώνονται όταν το άτομο που τις ακούει αισθάνεται πιεσμένο από διάφορες καθημερινές έγνοιες. Οι εντάσεις μπορεί να προέρχονται από γεγονότα της ζωής, όπως η απώλεια ενός συγγενή, συντρόφου ή φίλου ή η επέτειος αυτού του συμβάντος. Άλλα άγχη μπορεί να προέρχονται από τη μετακόμιση σε ένα καινούριο μέρος ή την αλλαγή της δουλειάς, ή όταν κάποιος έρχεται αντιμέτωπος με μια άγνωστη κατάσταση, όπως μία συνέντευξη.
Το περιεχόμενο του τι λένε οι φωνές μπορεί να σχετίζεται με αυτό που συμβαίνει στο άτομο που ακούει τις φωνές τώρα (ή πρόσφατα) ή με κάτι που συνέβη στο παρελθόν του. Τα άτομα που ακούνε φωνές μπορεί να βρουν ότι το να μοιράζονται την εμπειρία τους με ένα άτομο το οποίο έχει ήδη βρει τρόπους να αντιμετωπίζει τις φωνές, με ένα φίλο ή με ένα εκπαιδευμένο άτομο μπορεί να είναι βοηθητικό.
Το να γνωρίζει κάποιος ότι οι φωνές έχουν ένα συγκεκριμένο τρόπο να έρχονται και να φεύγουν και ότι μερικές φορές υπάρχουν τρόποι να τις κάνει να μοιάζουν λιγότερο δυνατές ή ενοχλητικές μπορεί να είναι πολύ βοηθητικό.
Έρευνες έχουν δείξει ότι συγκεκριμένα ψυχιατρικά φάρμακα μπορεί να είναι αποτελεσματικά στο να σταματούν τις φωνές ή στο να τις κάνουν λιγότερο δυνατές ή ενοχλητικές. Άλλες μελέτες έχουν δείξει ότι το να μιλάει κάποιος για τις φωνές μπορεί επίσης να βοηθήσει. Ο καλύτερος συνδυασμός για κάποιους ανθρώπους μπορεί να είναι να παίρνουν φάρμακα και να μιλούν με κάποιον για τις φωνές τους.
Έρευνα σχετικά με την εμπειρία του να «ακούει κάποιος φωνές»
Οι περισσότερες γνώσεις μας και ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε την εμπειρία του να «ακούει κάποιος φωνές» βασίζονται κυρίως σε άτομα που ακούνε φωνές, τα οποία έχουν, ή είχαν, μία ψυχική ασθένεια. Ιατρικές έρευνες για τα φυσικά αίτια των «φωνών» δείχνουν ότι υπάρχουν ομοιότητες στις περιοχές του εγκεφάλου που χρησιμοποιούνται όταν ένα άτομο που ακούει φωνές ακούει μία «φωνή» και όταν πραγματικά ακούει κάποιον να του μιλά (McGuire et al, 1993).
Μελέτες από ψυχολόγους έχουν δείξει ότι, ακόμη και σε συνθήκες εργαστηρίου, πολλοί άνθρωποι αναφέρουν ότι ακούνε ήχους που δεν υφίστανται εκεί! Τέτοιοι ήχοι (ακουστικές ψευδαισθήσεις) μπορεί να είναι ένας θόρυβος, μουσική, απλές λέξεις, μία σύντομη φράση ή μία ολόκληρη συζήτηση (Chadwick et al, 1996). Συγκεκριμένες καταστάσεις μπορεί να κάνουν τον εγκέφαλο να είναι σε υπερ-εγρήγορση σε σχέση με έναν ήχο που μπορεί να αποφασίσουμε ότι είναι σημαντικός για μας. Σε αυτή την κατάσταση, η υπερ-εγρήγορση του εγκεφάλου σημαίνει ότι μπορεί περιστασιακά να παρερμηνεύουμε έναν ήχο από κάπου αλλού (κάποιο περιβαλλοντικό θόρυβο) ως τον ήχο που περιμένουμε να ακούσουμε.
Για παράδειγμα, ένας ήχος μπορεί να παρερμηνευθεί ως κάποιος που μας αποκαλεί με το όνομά μας, το θρόισμα των φύλλων στο σκοτάδι ως κάποιος που μας ακολουθεί ή, για τους γονείς, οι ήχοι στο δρόμο ή των γειτόνων στο διπλανό σπίτι ως το κλάμα του μωρού τους, όταν το μωρό στην πραγματικότητα κοιμάται βαθιά!
Υπάρχουν λίγες έρευνες σε άτομα στο γενικό πληθυσμό που «ακούνε φωνές» αλλά δεν έχουν διαγνωστεί ως ψυχικά ασθενείς (Leudar & Thomas, 2000). Αρκετές μελέτες, συμπεριλαμβανομένης μιας Αμερικανικής επισκόπησης 15.000 ατόμων, δείχνουν ότι «…τουλάχιστον 55% των ανθρώπων είχαν την εμπειρία του να ακούνε φωνές σε κάποια στιγμή στη ζωή τους, συχνά μετά από…[πολύ δυσάρεστα]…γεγονότα, όπως η απώλεια κάποιου κοντινού τους προσώπου ή άλλες κρίσιμες αλλαγές στη ζωή τους».
Οι ίδιες έρευνες δείχνουν επίσης ότι πάνω από 4% του γενικού πληθυσμού μπορεί να ακούει «φωνές» τακτικά. Αποτελέσματα άλλων ερευνών δίνουν χαμηλότερα ποσοστά, περίπου 1-2%, για τα άτομα στο γενικό πληθυσμό που «ακούνε φωνές» τακτικά (Leudar & Thomas, 2000). Όλο και περισσότερο ερευνητές και επαγγελματίες στο χώρο της ψυχικής υγείας αρχίζουν να δέχονται ότι υπάρχουν άνθρωποι που «ακούνε φωνές» οι οποίοι δε φαίνεται να έχουν κάποια ψυχική ασθένεια.
Έρευνα σε παιδιά που «ακούνε φωνές»
Το άκουσμα φωνών είναι ένα σχετικά συνηθισμένο φαινόμενο στα παιδιά και, δυστυχώς, κάτι που συχνά δεν αναφέρεται. Ωστόσο, σε μία καινοτόμα τετραετή μελέτη με επικεφαλής τη Sandra Escher, τον Alex Buiks (ψυχολόγο) και τον Marius Romme, έναν από τους διαπρεπέστερους Ευρωπαίους ψυχιάτρους του Πανεπιστημίου του Maastricht στην Ολλανδία, ογδόντα παιδιά ηλικίας περίπου οκτώ ετών και δεκαοκτώ ερευνητές συμμετείχαν σε μια μελέτη, η οποία πρότεινε ότι οι φωνές θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως αληθινές εμπειρίες παρά ως παραληρητικές ιδέες.
Σε συνέχεια άλλων μελετών με ενήλικες, οι οποίες βρήκαν ότι οι φωνές πολλών ανθρώπων εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στην παιδική τους ηλικία, οι ερευνητές αποφάσισαν να εξετάσουν την εμπειρία του να ακούει κάποιος φωνές σε παιδιά. Ο σκοπός ήταν να δούνε αν η πρώιμη θεραπευτική παρέμβαση θα μπορούσε να αποτρέψει τους ανθρώπους από το να τους «κολληθεί η ετικέτα» μιας διάγνωσης και από το να καταδικαστούν να περάσουν χρόνια στο ψυχιατρικό σύστημα. Παρόλο που σαράντα από τα παιδιά λάμβαναν ψυχιατρική φροντίδα όταν άρχισε η έρευνα, αυτός ο αριθμός περιορίστηκε περισσότερο από το μισό στα δεκαοκτώ παιδιά μετά από τέσσερα χρόνια – αμφισβητώντας την παραδοσιακή αντίληψη ότι οι φωνές είναι ένδειξη μακροχρόνιας νόσου.
Σύμφωνα με την Escher, είναι φυσιολογικό τα παιδιά να έχουν φανταστικούς φίλους, αλλά όχι αν αυτό συνεχίζεται πολύ πέρα από την ηλικία των οχτώ ετών. Όπως και με τους ενήλικες που ακούνε φωνές, το 21% των παιδιών στην έρευνα άκουσαν για πρώτη φορά φωνές αφού βίωσαν κάποιου είδους ψυχικό τραύμα, όπως σεξουαλική κακοποίηση, πένθος ή ασθένεια. Το 37% των παιδιών άρχισε να ακούει φωνές μετά από οικογενειακά προβλήματα, όπως διαζύγιο, και το 25% εξαιτίας δυσκολιών στο χώρο της εκπαίδευσης όπως αλλαγή σχολείων και σχολικός εκφοβισμός.
Μερικές φωνές οι φωνές παρενέβαιναν στις σχολικές τους εργασίες, δίνοντάς τους λανθασμένες απαντήσεις κατά τη διάρκεια εξετάσεων. Κάποιες έκαναν συγκινητικά σχόλια για τους φίλους ή την οικογένειά τους, ενώ άλλες έκαναν τόσο πολύ θόρυβο που απλά τα παιδιά δε μπορούσαν να συγκεντρωθούν. Οι πιο ενοχλητικές φωνές αναστάτωναν τα παιδιά λέγοντάς τους ότι θα πέθαιναν ή ότι μέλη της οικογένειάς τους θα πάθαιναν κάτι κακό αν τα ίδια δεν πειθαρχούσαν.
Ενώ η ερευνητική ομάδα βρήκε ότι οι περισσότερες φωνές ήταν αρχικά τρομακτικές και διασπαστικές, μερικές αποδείχθηκαν ευεργετικές και η εμπειρία ήταν σχεδόν πάντα πρόσκαιρη. Στο τέλος της μελέτης, το 60% των παιδιών δεν άκουγε πια φωνές – και τα περισσότερα σταμάτησαν να τις ακούνε έκτοτε – και αυτά που ακόμη τις άκουγαν, τις άκουγαν λιγότερο συχνά και τις φοβόταν λιγότερο. Οι συμμετέχοντες επίσης ανέφεραν πολύ λιγότερα προβλήματα στο σπίτι και στο σχολείο.
Η έρευνα βρήκε ότι τα παιδιά μπορούν να μάθουν να αντιμετωπίζουν τις φωνές τους υπό την προϋπόθεση ότι δε μαθαίνουν να τις φοβούνται. Η στάση τους απέναντι στις φωνές, όπως επίσης και αυτή των γονιών τους και του θεραπευτή τους ή του ιατρικού προσωπικού, είναι πολύ σημαντική. Όπως και στην έρευνά τους με ενήλικες, ο Romme και η Escher βρήκαν ότι τα παιδιά μπορούσαν να δώσουν μια λογική εξήγηση για την εμπειρία τους με το να μιλούν με τις φωνές τους. Μπορούν είτε να τους πουν να φύγουν ή να ενθαρρύνουν όποιες θετικές φωνές ακούνε, οι οποίες μπορούν να τα βοηθήσουν να ελέγξουν τις πιο ενοχλητικές φωνές, αλλά το βασικό είναι να τα βοηθήσουμε να καταλάβουν τι προκάλεσε αρχικά τις φωνές.
Πολλά από τα παιδιά στη μελέτη είναι αντιπροσωπευτικοί τύποι εφήβων. Η Wendy, από το Άμστερνταμ, είναι μία φανατική θαυμάστρια του μουσικού συγκροτήματος Α1. Όταν τη βλέπεις καθισμένη στο σαλόνι του διαμερίσματός της με θέα τα κανάλια είναι δύσκολο να φανταστείς πώς κάποιος θα μπορούσε να την αντιμετωπίσει ως ψυχικά ασθενή. Αλλά οι φωνές που άκουγε ήταν πολύ χειριστικές και ενοχλητικές.
«Στην αρχή υπήρχε μία κακιά φωνή – ούτε ανδρική ούτε γυναικεία» θυμάται η δεκαεξάχρονη. «Με διέταζε να κάνω πράγματα ή έλεγε ότι δε μπορούσα να τα κάνω. Αν υπήρχε ένα παιχνίδι γνώσεων στην τηλεόραση μου έλεγε ότι θα έπρεπε να έχω τουλάχιστον δέκα σωστές απαντήσεις, διαφορετικά θα με τρόμαζε με σκελετούς. Φοβόμουν να είμαι στο δωμάτιό μου τη νύχτα, όταν η φωνή ήταν δυνατότερη». Η Wendy παραπέμφθηκε σε έναν ψυχολόγο που της είπε να φαντάζεται ένα φωτοστέφανο γύρω από το κεφάλι της, ώστε να κρατάει τις φωνές σε απόσταση. Επίσης λάμβανε φαρμακευτική αγωγή για να περιορίσει το άγχος της και να τη βοηθήσει να κοιμηθεί. Ο ψυχολόγος τη βοήθησε να συνειδητοποιήσει ότι οι φωνές είχαν εμφανιστεί μετά από μία σειρά γεγονότων που την αναστάτωσαν: η μητέρα της έπαθε καρδιακή προσβολή, ο πατέρας της έχασε τη δουλειά του, η γιαγιά της πέθανε και τρία κορίτσια άρχισαν να την εκφοβίζουν στο σχολείο.
Η Escher πιστεύει ότι το να ακούει κάποιος φωνές είναι μία διαφοροποίηση από τον κανόνα, όπως το να είναι κανείς αριστερόχειρας, παρά μία ανωμαλία. «Μερικοί άνθρωποι αντιμετωπίζουν την εμπειρία του να ακούνε φωνές σαν κατάρα, ενώ άλλοι τη βλέπουν σαν ένα δώρο, κάτι που τους κάνει ξεχωριστούς».
H Julie Downs, εθελόντρια συντονίστρια στο Βρετανικό Δίκτυο Αυτών που Ακούνε Φωνές, λέει ότι τα ευρήματα θα καθησυχάσουν σε μεγάλο βαθμό τους γονείς. «Αυτή η έρευνα δείχνει ότι η πρόγνωση για τα παιδιά είναι καλή και ότι μπορούν να λειτουργούν κανονικά, ακόμα και αν συνεχίσουν να ακούνε φωνές. Είχαμε περισσότερες από 400 κλήσεις από γονείς και επαγγελματίες τα τελευταία τέσσερα χρόνια – οι περισσότερες αφορούσαν το αν τα παιδιά τους θα χαρακτηριστούν ψυχικά ασθενή».
Η μη-κερδοσκοπική οργάνωση για την ψυχική υγεία MIND λέει ότι η μελέτη δείχνει πως με τη σωστή θεραπευτική προσέγγιση τα φάρμακα για να κατασταλούν οι φωνές δεν είναι η μόνη λύση και ότι οι επιτυχημένες τεχνικές που προσδιορίστηκαν από αυτή την έρευνα χρειάζεται να εφαρμοστούν στην πράξη, ώστε οι άνθρωποι που ακούνε φωνές να έχουν μεγαλύτερο φάσμα θεραπευτικών δυνατοτήτων και την ευκαιρία να επωφεληθούν από αυτή την εντυπωσιακή ανακάλυψη.
Οι φωνές των παιδιών εξαφανίζονται, όπως ακριβώς συμβαίνει και με των ενηλίκων, όταν τα βαθύτερα προβλήματα, όπως η θλίψη ή ο σχολικός εκφοβισμός, λύνονται. Είναι ξεκάθαρο ότι το να έχει κανείς επίγνωση της σύνδεσης που υπάρχει μεταξύ τέτοιων προβλημάτων και της εμπειρίας του να ακούει φωνές μπορεί να αλλάξει τη στάση του απέναντι στα συμπτώματα και να μειώσει τις καταστροφικές τους συνέπειες. Οι φωνές μπορεί να είναι πρόβλημα, αλλά κάθε πρόβλημα δεν είναι νόσος. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με παιδιά που ακούνε φωνές επισκεφθείτε το: www.society.guardian.co.uk
Εξηγώντας την εμπειρία του να «ακούει κάποιος φωνές»
Η εμπειρία του να «ακούει κάποιος φωνές» δεν μπορεί να οριστεί εύκολα. Όταν συμβαίνει, αυτός που ακούει τις φωνές «αισθάνεται» ή «βλέπει» αυτού του είδους τις «φωνές» ως διαφορετικές. Η «φωνή» ή οι «φωνές» μπορεί να έχουν τη μορφή ψιθύρων, μουρμουρητών, παράξενων θορύβων ή απλής ομιλίας. Μπορεί να ηχούν πολύ ξένες σε αυτόν που τις ακούει και μπορεί να είναι αρσενικού γένους, θηλυκού ή μία μίξη. Αρκετά συχνά οι άνθρωποι δεν μπορούν να προσδιορίσουν το φύλο των φωνών.
Μερικές φωνές μπορεί να ακούγονται σα να προέρχονται από ένα μικρό παιδί ή παιδιά, άλλες από ενήλικες ή από μεγαλύτερης ηλικίας ανθρώπους. Κατά καιρούς οι φωνές μπορεί να έχουν χροιά μηχανήματος, κάτι που περιγράφεται λιγότερο εύκολα. Για κάποιους ανθρώπους οι «φωνές» μπορεί να έχουν τόνο πολύ παρόμοιο με ανθρώπους που γνωρίζουν ή έχουν γνωρίσει.
Μερικές φορές οι φωνές λένε καλά ή ευχάριστα πράγματα, ακόμα και σοφά πράγματα, σε άλλες στιγμές οι «φωνές» μπορεί να λένε κακά πράγματα, να βρίζουν ή να κάνουν άσχημα σχόλια σε αυτόν που τις ακούει ή σχετικά με αυτόν. Οι «φωνές» μπορούν ακόμη, κατά καιρούς, να «διατάζουν» αυτόν που τις ακούει να κάνει πράγματα ή να μην κάνει πράγματα που ο ίδιος μπορεί να θέλει ή να μη θέλει να κάνει. Συχνά αυτές οι «φωνές» απλώς έρχονται, ή εμφανίζονται, καθώς το άτομο κάνει κάτι, μιλάει ή απλά σκέφτεται.
Η περιγραφή που δίνουν οι άνθρωποι που ακούνε φωνές για τις «φωνές» τους συχνά αντανακλά τις προσωπικές τους εμπειρίες με τις «φωνές». Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι πολλοί άνθρωποι δυσκολεύονται να περιγράψουν την εμπειρία τους σε άτομα που δεν ακούνε φωνές. Στην ιατρική, οι «φωνές» ταξινομούνται γενικά σε τρεις κύριες μορφές:
- «Φωνές» που λένε δυνατά τις σκέψεις σου
- Το να ακούς δύο ή περισσότερες «φωνές» να καυγαδίζουν ή να συζητούν για σένα ή για άλλα άτομα
- Το να ακούς μία «φωνή» να μιλά συνεχώς για σένα και/ή για τις πράξεις σου, για άλλους ανθρώπους και/ή για τις πράξεις τους, τη στιγμή που αυτά συμβαίνουν ή να σου λέει συνεχώς τι να κάνεις (Leudar & Thomas, 2000)
Υπάρχουν επίσης «φωνές» οι οποίες μπορεί να επαναλαμβάνουν συνεχώς λέξεις ή φράσεις. Αυτές οι «φωνές» μπορεί να φαίνεται ότι προέρχονται από το χώρο γύρω από το κεφάλι ενός ανθρώπου ή μέσα από το κεφάλι του.
Για πολλούς ανθρώπους οι φωνές μπορεί να προέρχονται από την τηλεόραση ή το ραδιόφωνο, τη διερχόμενη κυκλοφορία, από πουλιά ή άλλα ζώα, από το θρόισμα των φύλλων ή το θόρυβο που παράγεται από κάποια μηχανή. Ακούγοντας πώς περιγράφουν τις εμπειρίες τους οι άνθρωποι που ακούνε φωνές γίνεται φανερό ότι οι «φωνές» μπορούν να εμφανιστούν με πολλούς διαφορετικούς τρόπους και όχι πάντοτε σύμφωνα με τις αυστηρές ιατρικές κατηγορίες.
Το ότι «ακούμε φωνές» σημαίνει ότι είμαστε ψυχικά ασθενείς;
Οι περισσότεροι άνθρωποι πιστεύουν ότι μόνο οι άνθρωποι που πάσχουν από κάποια ψυχική νόσο «ακούνε φωνές». Η αλήθεια είναι ότι μόνο ένα μέρος των ανθρώπων που «ακούνε φωνές» είναι ψυχικά ασθενείς. Για παράδειγμα, μερικοί άνθρωποι που παίρνουν συγκεκριμένα είδη ναρκωτικών ή έχουν ιστορικό υπερβολικής χρήσης αλκοόλ, μπορούν επίσης να αρχίσουν να ακούνε φωνές. Υπάρχουν επίσης άνθρωποι που ακούνε φωνές, οι οποίοι δεν έχουν ιστορικό ασθένειας, ούτε καταναλώνουν ναρκωτικά ή αλκοόλ. Σε ορισμένες περιπτώσεις συγκεκριμένα είδη σωματικών ασθενειών ή η γήρανση μπορούν να γίνουν η αιτία κάποιοι άνθρωποι να «ακούνε φωνές» (Tien, 1991).
Δικαιολογημένα, η συχνή σύνδεση που γίνεται μεταξύ της εμπειρίας του να «ακούει κάποιος φωνές» και της ψυχικής νόσου σημαίνει ότι μερικοί άνθρωποι θα είναι απρόθυμοι να μιλήσουν για τις «φωνές» τους σε ένα γιατρό ή ακόμη και σε κοντινούς τους ανθρώπους.
Οι τρεις φάσεις της εμπειρίας του να ακούς φωνές
Για πολλούς ανθρώπους η αρχή αυτού που ονομάζουμε «ακούω φωνές» μπορεί κυριολεκτικά να είναι μία τρομακτική εμπειρία, γι’ αυτό κάποιοι ερευνητές την ονομάζουν φάση ξαφνιάσματος. Μόλις το άτομο που ακούει τις φωνές ξεπεράσει το σοκ αυτό, το επόμενο στάδιο είναι να προσπαθήσει να δώσει νόημα στις φωνές, και αυτή είναι η φάση αντιμετώπισης ή οργάνωσης. Η φάση αντιμετώπισης είναι μία δύσκολη περίοδος, κατά την οποία το άτομο που ακούει τις φωνές ίσως θελήσει να αποδράσει ή να αρνηθεί τις φωνές με κάποιο τρόπο. Σε μερικούς ανθρώπους μπορεί να πάρει μήνες ή χρόνια μέχρι να αναγνωρίσουν την ύπαρξη των φωνών.
Η επόμενη φάση είναι η φάση σταθεροποίησης. Αυτή είναι η περίοδος που το άτομο που ακούει φωνές προσαρμόζει αυτή του την εμπειρία στην καθημερινή ζωή του, μπορεί να επιλέξει τι θέλει να κάνει, αντί του να υπακούει τις φωνές. Αναφορές ανθρώπων που ακούν φωνές προτείνουν πως η πρώιμη αποδοχή της ύπαρξης των φωνών είναι ένα σημαντικό πρώτο βήμα προς την αντιμετώπισή τους (Romme & Escher, 1993: pp 17-20).
Φάση Ξαφνιάσματος Οι φωνές συχνά ξεκινούν από ένα σοβαρό ψυχικό τραύμα, σε μία περίοδο μεγάλων δεινών, όταν η πραγματικότητα είναι πολύ σκληρή για να την αντέξεις. Σ’ αυτή την περίοδο οι φωνές βιώνονται συχνά ως επιθετικές και αρνητικές, και οι άνθρωποι είναι φοβισμένοι και μπερδεμένοι. Οι φωνές μερικές φορές προκαλούν τέτοιο χάος ή απαιτούν τόση πολλή προσοχή που παρεμβαίνουν σοβαρά στις ζωές των ανθρώπων. Οι άνθρωποι αδυνατούν να τα βγάλουν πέρα με τις καθημερινές τους δραστηριότητες και με τις σχέσεις τους. Σ’ αυτή τη φάση οι άνθρωποι χρειάζονται καθησύχαση και κάποια θεραπεία για το άγχος.
Φάση οργάνωσης Όταν το αρχικό άγχος και η σύγχυση έχουν μειωθεί ή έχουν σταδιακά ανασταλεί, τότε το άτομο μπορεί να επικεντρωθεί στην οργάνωση των φωνών και της σχέσης του με αυτές. Κατά τη διάρκεια αυτού του σταδίου, λεπτομερής προσοχή θα πρέπει να δοθεί σε θέματα όπως:
- Η ανάλυση της πιθανής σημαντικότητας των φωνών για το άτομο που τις ακούει σε σχέση με το παρελθόν και το παρόν. Αυτό μπορεί να γίνει μέσω της διερεύνησης της προσωπικής ιστορίας του ατόμου.
- Το νόημα των φωνών στην καθημερινή ζωή του ατόμου. Η επιρροή της στάσης της οικογένειας απέναντι στις φωνές.
- Τα συνοδά συμπτώματα διάσχισης και απώθησης συναισθημάτων.
- Οι συγκεκριμένες περιστάσεις στις οποίες ακούγονται οι φωνές.
- Τι έχουν να πουν οι φωνές, ποια είναι η φύση οποιουδήποτε εναύσματος και ποιες οι αντιλήψεις που συνοδεύουν τις φωνές.
- Προσοχή πρέπει να δοθεί στην κοινωνική θέση του ατόμου και το βαθμό ανεξαρτησίας του/της.
- Οι απαραίτητες κοινωνικές παροχές.
- Οι διαθέσιμες ευκαιρίες να αναπτύξει και να παρουσιάσει το άτομο μια ολοκληρωμένη ταυτότητα ως ένας άνθρωπος που ακούει φωνές.
Φάση σταθεροποίησης Σ’ αυτή τη φάση η εστίαση βρίσκεται πρωταρχικά στη διεύρυνση της γνώσης και στην ανάπτυξη της προσωπικότητας μέσω της χρήσης διάφορων θεραπευτικών τεχνικών. Αυτή είναι η περίοδος που οι άνθρωποι έχουν αρχίσει να μαθαίνουν να ζουν σε ισορροπία με τις φωνές τους, αφού τις βλέπουν ως τμήμα τους. Η σχέση με τις φωνές είναι πιο λογική, οι φωνές έχουν τώρα πιο θετική επιρροή και είναι λιγότερο ελεγκτικές, ενώ τα άτομα μπορούν να επιλέξουν να ακολουθήσουν τη συμβουλή τους, εφόσον οι ίδιοι το επιθυμούν. Σ’ αυτή τη φάση οι άνθρωποι είναι λιγότερο αγχωμένοι για τις φωνές τους.
Πλαίσια αναφοράς / Συστήματα πεποιθήσεων
Τα πλαίσια αναφοράς ή συστήματα πεποιθήσεων αναφέρονται στον τρόπο με τον οποίο το κάθε άτομο εξηγεί την εμπειρία του. Η αναζήτηση ερμηνείας συνήθως συμβαίνει στο στάδιο της οργάνωσης. Αποτελεί σημαντικό μέρος του «χτισίματος» μιας σχέσης με τα φαινόμενα που έχουν πλέον γίνει μέρος της ζωής του ατόμου.
Οι πιο αποτελεσματικές μορφές αντιμετώπισης έχουν αναπτυχθεί από το εξελισσόμενο πλαίσιο αναφοράς των ατόμων αυτών σχετικά με την εμπειρία τους. Τα πλαίσια αναφοράς επηρεάζουν σημαντικά την ικανότητα αντιμετώπισης της εμπειρίας, και μπορεί να είναι δύσκολη η μετάβαση στο να αισθάνεται κανείς άνετα με την εμπειρία αυτή χωρίς ένα τέτοιο πλαίσιο αναφοράς.
Όταν κάποιος ακούει φωνές για πρώτη φορά συνήθως ψάχνει για κάποια εξήγηση, ένα τρόπο να δώσει νόημα στην εμπειρία αυτή, τόσο για τον ίδιο του τον εαυτό όσο και για τους άλλους ανθρώπους. Αυτό αποτελεί μία προσπάθεια να καταλάβει κανείς τι συμβαίνει στον ίδιο, με το να εξηγεί στον εαυτό του το νόημα της εμπειρίας του. Οι άνθρωποι έχουν διάφορες ερμηνείες για την πηγή της εμπειρίας τους. Η έρευνα των Romme & Escher σε ανθρώπους που ακούν φωνές έδειξε ότι από τα άτομα που ρωτήθηκαν
- 76 θεωρούσαν τις φωνές θεούς ή πνεύματα
- 30 ερμήνευαν τις φωνές ως ένα καλοπροαίρετο καθοδηγητή
- 45 θεωρούσαν το γεγονός ότι άκουγαν φωνές ως ένα εξαιρετικό δώρο
- 48 αναγνώριζαν στη φωνή που άκουγαν ως τη φωνή ενός ατόμου που γνώριζαν από την καθημερινή τους ζωή
Η αντιμετώπιση της εμπειρίας μοιάζει να συνεπάγεται το να φτάσει κανείς σε μία γαλήνια προσαρμογή και αποδοχή της εμπειρίας ως μέρος του ατόμου. Κάθε εμπειρία είναι μοναδική για το άτομο και τα πλαίσια αναφοράς είναι κι αυτά ξεχωριστά, ακόμα κι αν ανήκουν σε κάποιο αποδεκτό σύστημα αξιών, όπως οι πνευματικές ή οι θρησκευτικές πεποιθήσεις.
Συχνά δεν είναι βοηθητικό να λειτουργεί κανείς με ένα πλαίσιο αναφοράς, το οποίο καθιστά αδύνατη την απόκτηση ελέγχου πάνω στην εμπειρία. Μ’ αυτό τον τρόπο, για παράδειγμα, η εξήγηση που προσφέρεται από τη βιολογική ψυχιατρική μερικές φορές δεν είναι βοηθητική για άτομα που προσπαθούν να αντιμετωπίσουν την εμπειρία τους, επειδή τοποθετεί τα φαινόμενα εκτός του ελέγχου τους.
Όσον αφορά τους επαγγελματίες, για να διατηρήσουν την εμπιστοσύνη στη θεραπευτική σχέση είναι απαραίτητο να είναι ειλικρινείς για τα δικά τους πιστεύω και, ενώ μπορεί να μη μοιράζονται τις ίδιες ιδέες σε προσωπικό επίπεδο, εξακολουθεί να είναι δυνατόν να αναζητήσουν λύσεις, οι οποίες ίσως είναι κατάλληλες για την αντιμετώπιση μιας δεδομένης κατάστασης.
Πώς αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι τις φωνές
Το πώς οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν τις «φωνές» εξαρτάται από πολλά πράγματα:
- Την ηλικία στην οποία άρχισαν να ακούν «φωνές»
- Τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες ξεκίνησαν οι «φωνές»
- Από πού φαίνεται να προέρχονται οι «φωνές»
- Τι λένε οι «φωνές»
- Πώς ακούγονται οι «φωνές» και σε ποια ένταση
- Αν στους ανθρώπους αρέσουν ή δεν αρέσουν οι «φωνές»
- Αν οι «φωνές» μοιάζουν να παρεμβαίνουν στη σκέψη ή στη συμπεριφορά του ατόμου
- Αν οι άνθρωποι αισθάνονται πως οι «φωνές» κυριαρχούν επάνω τους
- Αυτό που κάνουν οι άνθρωποι για τις «φωνές» εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από αυτά που πιστεύουν γι’ αυτές (Chadwick, Birchwood, & Trower, 1996).
Κάποιοι άνθρωποι είχαν φωνές από την παιδική τους ηλικία, έχοντας ξεκινήσει ίσως ως «φανταστικοί φίλοι», ενώ για άλλους οι φωνές ξεκίνησαν αργότερα, στα εφηβικά χρόνια ή στην αρχή της ενήλικης ζωής. Γενικά, η λιγότερο πιθανή εμπειρία είναι να αρχίσουν οι άνθρωποι να ακούνε φωνές στη μέση ηλικία (45-65).
Είναι συνηθισμένο να μη θυμούνται οι άνθρωποι απαραιτήτως τις ακριβείς περιστάσεις κάτω από τις οποίες ξεκίνησαν οι φωνές, αλλά η έρευνα δείχνει ότι 75 % των ατόμων που ακούνε φωνές συχνά είχαν βιώσει κάποιο σημαντικό και τραυματικό γεγονός ή γεγονότα στη ζωή τους. Σε αυτά τα γεγονότα περιλαμβάνονται η πρώιμη απώλεια των γονέων ή κοντινών προσώπων και σωματικό και/ή συναισθηματικό σοκ από κάποια κακοποίηση ή κακομεταχείριση, στην οποία πολύ συχνά περιλαμβάνεται σεξουαλική κακοποίηση.
Πληροφόρηση
Η συγκέντρωση πληροφοριών για την εμπειρία του να «ακούει κάποιος φωνές» μέσω ανάγνωσης άρθρων και βιβλίων μπορεί να βοηθήσει τα άτομα που ακούνε «φωνές» να αποφασίσουν αν θα ήταν χρήσιμο να το πουν σε κάποιον άλλο, όπως σε ένα σύντροφο, συγγενή, στενό φίλο, σε κάποιον που τους παρέχει φροντίδα ή σε κάποιον επαγγελματία. Το να μιλήσεις με κάποιον που ξέρει για τις «φωνές» μπορεί επίσης να σε βοηθήσει να αποφασίσεις τι να κάνεις. Τα περισσότερα άτομα που ακούν «φωνές» αισθάνονται πως όσα περισσότερα μπορούν να μάθουν και να πουν για τις «φωνές», ειδικά με άτομα που έχουν κάποια κατανόηση, τόσο καλύτερα είναι συνήθως για τους ίδιους.
Συμβουλευτική για τις φωνές
Παραδοσιακά, η μόνη απάντηση που έχει να προσφέρει η ψυχιατρική στους ανθρώπους που ακούνε φωνές είναι τα φάρμακα, αλλά αυτή η τάση έχει αρχίσει να αλλάζει τελευταία. Έχει αναγνωριστεί από τη Βρετανική Ψυχολογική Εταιρία (2000) πως οι θεραπείες μέσω ομιλίας μπορούν να βοηθήσουν τους ανθρώπους να αντιμετωπίσουν την εμπειρία τους. Μπορεί να σου προσφέρουν γνωστική-συμπεριφορική θεραπεία, που είναι το μόνο είδος θεραπείας ομιλίας που συνήθως προσφέρεται στο Εθνικό Σύστημα Υγείας. Αν δε σου προσφερθεί, θα μπορούσες να το ζητήσεις. Η γνωστική-συμπεριφορική θεραπεία λειτουργεί μέσω της εξέτασης των πεποιθήσεων και των πράξεών σου και προσπαθεί να τις τροποποιήσει κάνοντάς τες πιο «ρεαλιστικές». Όμως, πολλοί άνθρωποι ακούν φωνές εξαιτίας τραυματικών γεγονότων του παρελθόντος τους και μπορεί να νιώθουν πως χρειάζονται την ευκαιρία να μιλήσουν σε μεγαλύτερο βάθος για τη ζωή, τις εμπειρίες και τις πεποιθήσεις τους.
Όταν η εμπειρία είναι οδυνηρή, το Κίνημα των Ανθρώπων που Ακούνε Φωνές (βασισμένο σε 15 χρόνια εμπειρίας και έρευνας) αναγνωρίζει πως ο καλύτερος τρόπος να τις αντιμετωπίσει κάποιος είναι να τις θεωρεί μια πραγματική και φυσιολογική εμπειρία, η οποία σημαίνει κάτι για το άτομο που τις έχει, να ακούει κανείς το άτομο και να μιλά για το περιεχόμενο των φωνών, των οραμάτων κ.ά., να προσπαθήσει να καταλάβει τι σημαίνουν οι φωνές για το ίδιο το άτομο μέσα στα πλαίσια αναφοράς των πεποιθήσεών του και να προσπαθήσει να τις εντάξει στην ιστορία ζωής του ατόμου. Πράγματι, είναι συχνά δυνατόν να ακούσει κανείς τις ίδιες τις φωνές, ώστε να καταλάβει τι εννοούν.
Δε θεωρούμε πως είναι βοηθητικό να προσπαθήσει κάποιος να επιβάλει σε κάποιον άλλον οποιαδήποτε θεωρία, επιστημονική ή άλλη. Δυστυχώς, πολλοί σύμβουλοι και ψυχοθεραπευτές είναι επιφυλακτικοί στο να δουλέψουν με ανθρώπους που βρίσκονται σε φαρμακοθεραπεία ή έχουν «ψυχωτικά συμπτώματα» και θεωρούν αυτά τα συμπτώματα ως ψυχολογικά ελλείμματα του ατόμου. Το Δίκτυο των Ανθρώπων που Ακούνε Φωνές ελπίζει να βοηθήσει ώστε να αλλάξει αυτή η οπτική και να προωθήσει τρόπους δουλειάς με τους ανθρώπους που ακούν φωνές που θα τους βοηθήσουν να δουν τη δυσφορία τους στο πλαίσιο της ζωής τους. Αυτό μπορεί να μην κάνει τις φωνές να σταματήσουν αλλά μπορεί να αλλάξει τη σχέση του ατόμου με την εμπειρία του.
1. Είναι οι «φωνές» αληθινές ή όχι;
Αν οι «φωνές» που ακούς είναι αληθινές για σένα, τότε αποδέξου τις ως αληθινές. Ο κύριος λόγος που προσδιορίζεις τις «φωνές» ως την εμπειρία του να «ακούς φωνές» (ακουστικές ψευδαισθήσεις) είναι ότι αυτές κατά κανόνα έρχονται και φεύγουν, σα να είχαν μία δική τους ζωή ΚΑΙ όταν έρχονται κανένας άλλος δεν τις ακούει, ακόμη και αν κάθεται δίπλα σου.
Αυτό σημαίνει ότι οι «φωνές» είναι μία αντιληπτική εμπειρία «που δεν μπορείς να μοιραστείς». Αυτός είναι ένας άλλος τρόπος για να πεις ότι οι άνθρωποι γύρω σου δεν αντιλαμβάνονται (δεν ακούνε) την εμπειρία της «φωνής» ή των «φωνών» όπως εσύ. Δεν έχει ιδιαίτερη σημασία αν οι «φωνές» μοιάζει να προέρχονται από έξω από εσένα ή από μέσα σου.
Δεν έχει σημασία αν οι «φωνές» μοιάζει να προέρχονται από άτομα που γνωρίζεις στο παρόν ή από το παρελθόν. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι εσύ τις ακούς και γενικά τις βλέπεις ως κάτι που δεν είναι ο εαυτός σου (ως συζήτηση με τον εαυτό σου ή το να σκέφτεσαι δυνατά), ακόμη και αν μπορεί να συμφωνείς με ανθρώπους που λένε ότι αυτές προέρχονται από μέσα σου.
Μερικοί άνθρωποι μπορούν να προκαλέσουν την εμφάνιση των «φωνών» με τη θέλησή τους κι επίσης να τις κάνουν να φύγουν όταν το θέλουν. Αυτό τον τρόπο ελέγχου των «φωνών», αν και δεν είναι συνηθισμένος, μπορεί κάποιος να τον μάθει.
Κάποιοι άνθρωποι μπορούν μερικές φορές με τον τρόπο τους να απαλλαγούν από τις φωνές, τουλάχιστον για ένα διάστημα, ή να τις βάλουν με κάποιον τρόπο στο πίσω μέρος του μυαλού τους με το να συγκεντρώνονται σε κάτι άλλο ή με το να κάνουν κάποια δραστηριότητα.
Το να αποδεχτείς ότι ακούς φωνές είναι το πρώτο βήμα προς την κατεύθυνση της αντιμετώπισής τους και της απόκτησης ελέγχου της εμπειρίας. Είναι σημαντικό οι άνθρωποι που είναι κοντά σου ή που δουλεύουν μαζί σου να αποδεχθούν επίσης ότι οι φωνές είναι αληθινές για το άτομο που τις ακούει, ότι δεν είναι απλά «φαντασία» και δεν μπορεί κάποιος να τις αγνοήσει. Αν μπορούσε απλά κάποιος να τις αγνοήσει, δε θα υπήρχε πρόβλημα.
2. Πόσοι τύποι «φωνών» υπάρχουν;
Οι φωνές μπορούν να πάρουν πολλές μορφές
- Μπορεί να ακούγονται σαν αληθινοί άνθρωποι.
- Οι φωνές μπορεί να φαίνεται ότι προέρχονται από άλλους ανθρώπους.
- Μπορεί να ακούγονται σαν φωνές που προέρχονται από μηχάνημα (ρομπότ).
- Μπορεί απλά να μουρμουρίζουν.
- Μπορεί να είναι ασαφείς αλλά διακριτές από άλλους θορύβους.
- Οι φωνές μπορεί να ακούγονται σαν τους ήχους που προέρχονται από ένα κοχύλι της θάλασσας, όταν το φέρνεις κοντά στο αυτί σου (Casino & Adam, 1986).
- Οι φωνές μπορεί να είναι σαν μηχανικοί θόρυβοι: για παράδειγμα ένα ρολόι που κάνει «τικ-τακ» ή το «κλικ» των διακοπτών.
- Μπορεί να ακούγονται σαν ένα ραδιόφωνο, του οποίου έχουμε χαμηλώσει κατά πολύ την ένταση.
- Οι φωνές μπορεί να έχουν τη μορφή μουσικής, η οποία μάλλον μοιάζει να έρχεται από κάπου αλλού, η μουσική μπορεί να αποτελείται από πολύ ή καθόλου αναγνωρίσιμες μελωδίες (Sacks, 1985).
- Οι φωνές μπορεί να εμφανίζονται με τη μορφή ήχων που θα θεωρούνταν σωματικοί ήχοι.
Οι φωνές μπορεί να βιώνονται με διαφορετικούς τρόπους
Μπορεί κάποιος να αισθάνεται ότι λαμβάνουν χώρα:
- Στο κεφάλι
- Στα αυτιά
- Σε κάποιο άλλο μέρος του σώματος
- Μπορεί να είναι εσωτερικές
- Μπορεί να είναι εξωτερικές
Μπορεί να είναι:
- Αρσενικού γένους
- Θηλυκού γένους
- Χωρίς γένος (Ακόμα και μετά από πολλά χρόνια τα άτομα μπορεί να μη μπορούν να πουν αν είναι αρσενικού ή θηλυκού γένους)
- Να είναι και των δύο φύλων
- Να ανήκουν σε άτομα γνωστά σε αυτόν που τις ακούει
- Να είναι άγνωστες σε αυτόν που τις ακούει
- Να είναι μία φωνή ή αρκετές
Μπορεί:
- Να μουρμουρίζουν κάτι ακατάληπτο
- Να ψιθυρίζουν
- Να μιλούν σε μία ξένη γλώσσα
- Να είναι επικριτικές
- Να είναι ενθαρρυντικές
Μπορεί:
- Να λένε στους ανθρώπους τι να κάνουν
- Να σχολιάζουν διαρκώς αυτό που κάνει το άτομο που τις ακούει τη συγκεκριμένη στιγμή
- Να επαναλαμβάνουν τις σκέψεις του ατόμου
- Να καθοδηγούν
Έλεγχος και απώλεια
Μερικοί άνθρωποι αισθάνονται ότι οι φωνές προσπαθούν να ελέγξουν τη ζωή τους. Κάποιοι άνθρωποι μπορεί να βιώσουν την εμπειρία μίας απώλειας, αν οι φωνές εξαφανιστούν.
3. Από πού προέρχονται οι φωνές;
Οι φωνές μπορεί να φαίνεται ότι προέρχονται από πολλές πηγές: πουλιά ή άλλα ζώα, το θρόισμα των φύλλων, θόρυβος από διερχόμενη κυκλοφορία, θόρυβος από σωλήνες ύδρευσης, θόρυβος από πλήθος ατόμων, θόρυβος από μηχάνημα, ακόμα και από κλιματιστικό. Ίσως να μπορείς να προσθέσεις σε αυτή τη λίστα από τη δική σου εμπειρία. Υπάρχουν πολλές ερμηνείες για τις «φωνές». Οι πιο συνηθισμένες ερμηνείες από άτομα που ακούνε «φωνές» είναι ότι οι φωνές είναι:
- Πνεύματα νεκρών ανθρώπων
- Δαίμονες
- Άγγελοι
- Τηλεπάθεια
- Θεότητες
- Άγνωστης ταυτότητας αόρατα όντα
- Από άλλες διαστάσεις ή πλανήτες
- Από τον εγκέφαλο, λόγω κάποιας δυσλειτουργίας
Ερμηνείες των φωνών από επαγγελματίες ή γιατρούς σε αυτό το χώρο είναι ότι οι φωνές προέρχονται:
- Από τον εγκέφαλο
- Από τα κόλπα του μυαλού όταν βαριέται ή υπό την επίδραση κάποιας υποβολής
- Όταν ο εγκέφαλος αποκοιμιέται ή όταν ξυπνάει
Οι φωνές μπορεί να προέρχονται από σωματικές αλλαγές, όπως αλλαγές λόγω ηλικίας που επηρεάζουν την ακοή των ανθρώπων, επίσης από ήχους που κουδουνίζουν στο αυτί π.χ. βούισμα των αυτιών. Οι φωνές μπορεί να προέρχονται από συγκεκριμένες και σπάνιες δυσλειτουργίες του εγκεφάλου, όπως μία ειδική μορφή επιληψίας που επηρεάζει μία ή δύο μικρές περιοχές του εγκεφάλου, η οποία ονομάζεται επιληψία του κροταφικού λοβού. Οι κροταφικοί λοβοί είναι συγκεκριμένες περιοχές της κάθε πλευράς του εγκεφάλου που περιέχουν εξειδικευμένα κύτταρα, τα οποία ονομάζονται «ακουστικά κέντρα».
Οι φωνές μπορεί να εμφανίζονται σε ανθρώπους που είχαν αυτοκινητιστικά ατυχήματα ή ένα ατύχημα κατά το οποίο έπεσαν με αποτέλεσμα να προκληθεί τραυματισμός στο κεφάλι. Μερικές φορές αυτοί οι τραυματισμοί μπορεί να συνέβησαν στην παιδική ηλικία και να έχουν ξεχαστεί. Πιο σπάνια μπορεί να εμφανίζονται εξαιτίας αλλαγών στον εγκέφαλο που προκλήθηκαν από μικρές περιοχές που παρουσιάζουν κάποια βλάβη εξαιτίας εγκεφαλικών επεισοδίων (συνήθως σε ανθρώπους μεγάλης ηλικίας) ή λόγω πολύ σπάνιων παθήσεων, όπως για παράδειγμα σε ανθρώπους που πάσχουν από κάποια μορφή άνοιας.
Οι φωνές (καθώς και οι ψευδαισθητικές εμπειρίες που επηρεάζουν άλλες αισθήσεις) μπορεί επίσης να προκαλούνται από ποικίλες ουσίες, συμπεριλαμβανομένης της κάνναβης και άλλων «ψυχαγωγικών» ναρκωτικών, όπως το κρακ και οι αμφεταμίνες, από μακροχρόνια κατάχρηση αλκοόλ ή, πιο σπάνια, από ουσίες όπως η πενικιλίνη (Cummings et al, 1986-7).
4. Υπάρχουν ειδικά τεστ για τις φωνές;
Αν πας σε κάποιον επαγγελματία, όπως για παράδειγμα σε κάποιο γιατρό ή σε κάποιον άλλο ειδικό, αυτός συνήθως θα ζητήσει λεπτομέρειες σχετικά με το ιστορικό σου. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, τις ΗΠΑ και κάποιες άλλες χώρες ο ψυχίατρος θα επιχειρήσει να κάνει μία εξέταση της παρούσας κατάστασής σου. Αυτό είναι μία ειδική ή τυπική συνέντευξη, κατά την οποία σου κάνει συγκεκριμένες ερωτήσεις, οι οποίες καθιστούν το γιατρό ικανό να δει αν οι απαντήσεις σου εμπίπτουν σε ορισμένες κατηγορίες ψυχικής ή μερικές φορές και σωματικής ασθένειας.
Στη Δύση (και σε πολλές μη-δυτικές χώρες), η διάγνωση (ταμπέλα της αρρώστιας) που δίνει ο γιατρός με βάση τις απαντήσεις σου στηρίζεται είτε στο Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο των Ψυχικών Διαταραχών (DSM), που προέρχεται από τις ΗΠΑ, ή στη Διεθνή Ταξινόμηση των Ασθενειών (ICD) του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας με αποδεκτούς ορισμούς ψυχικών ασθενειών. Και τα δύο διαγνωστικά εγχειρίδια (ένα είδος λεξικού των ασθενειών για γιατρούς) έχουν αριθμούς, όπως για παράδειγμα DSM IV, ώστε να γνωρίζει ο επαγγελματίας πόσο ενημερωμένα είναι.
Είναι σημαντικό να επισημάνουμε πως ο γιατρός ή όποιος άλλος επαγγελματίας βλέπεις λαμβάνει συνήθως επίσης υπόψη του την κοινωνική σου θέση, το πού ζεις, τη δουλειά σου, την υποστήριξη από την οικογένεια και τους φίλους σου και τα συνταιριάζει με τις περιστάσεις, πριν καταλήξει σε ένα συμπέρασμα για τη διάγνωσή σου. Ο γιατρός, με βάση τις απαντήσεις σου (και την ιστορία που έχει αποκαλυφθεί), θα αποφασίσει τότε για την κατεύθυνση της θεραπείας, την οποία θα πρέπει να συζητήσει διεξοδικά μαζί σου. Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει μία προσέγγιση του τύπου «περιμένουμε και βλέπουμε», για να δούμε αν τα πράγματα βελτιώνονται ή χειροτερεύουν. Μπορεί να περιλαμβάνει κάποιο είδος φαρμακευτικής αγωγής για να αντιμετωπιστούν οι «φωνές». Ή μπορεί ο γιατρός να σε παραπέμψει σε κάποιο ψυχολόγο ή εξειδικευμένο σύμβουλο, που μπορεί να είναι και ειδικευμένος νοσηλευτής.
Μερικοί γιατροί ίσως θελήσουν να σε στείλουν για άλλα είδη εξετάσεων, ειδικά αν δεν είναι βέβαιοι αν οι «φωνές» προέρχονται από κάποια ψυχική νόσο ή από κάποια σωματική πάθηση. Υπάρχουν σωματικές εξετάσεις και τεστ που μπορούν να βοηθήσουν ώστε να προσδιοριστεί αν υπάρχουν συγκεκριμένα προβλήματα στον εγκέφαλό σου. Ίσως θα ήταν αναγκαίο να δεις ένα γιατρό, ο οποίος να σε παραπέμψει σε συγκεκριμένους ειδικούς για να υποβληθείς σε διάφορους τύπους εξετάσεων του εγκεφάλου ή τεστ εγκεφαλικής λειτουργίας.
Υπάρχουν διάφορα είδη εξετάσεων που ίσως να έχουν διαφορετικά ονόματα σε διαφορετικές χώρες. Υπάρχουν ειδικές ακτινογραφίες, ηλεκτρονικοί τομογράφοι, τομογράφοι εκπομπής ποζιτρονίων και μαγνητικοί τομογράφοι. Αυτές οι εξετάσεις είναι συχνά πολύ ακριβές, γι’ αυτό ο γιατρός σου είναι πιο πιθανό να σου ζητήσει να κάνεις ένα ηλεκτρο-εγκεφαλογράφημα, το οποίο ενώ είναι πολύ φθηνότερο μπορεί συχνά να είναι χρήσιμο για τον εντοπισμό πραγμάτων που δεν είναι όπως θα έπρεπε στον εγκέφαλό σου.
Έρευνες σχετικά με τις «φωνές» που χρησιμοποίησαν κάποια από αυτά τα τεστ (για παράδειγμα, μαγνητικές τομογραφίες) έχουν βρει πως, όταν οι φωνές είναι παρούσες ή εν δράσει, ενεργοποιούνται συγκεκριμένες περιοχές του εγκεφάλου που σχετίζονται με την ακοή, ακόμη κι αν αυτοί που είναι μαζί με το άτομο που ακούει φωνές κατά τη διάρκεια της εξέτασης δεν ακούν τίποτα. Αυτού του είδους οι εξετάσεις φαίνεται να αποκαλύπτουν τουλάχιστον το τμήμα του εγκεφάλου που βρίσκεται σε λειτουργία όταν οι «φωνές» είναι σε δράση. Αλλά οι ερευνητές που έχουν τόσες ιδέες ακόμη δε γνωρίζουν τι ακριβώς προκαλεί τις «φωνές».
5. Το ότι ακούς φωνές σημαίνει πως είσαι ψυχικά άρρωστος ή τρελός;
Η απλούστερη απάντηση είναι Όχι. Το να ακούς φωνές από μόνο του δε σε κάνει ψυχικά άρρωστο. Οι συμπεριφορές που εντάσσονται στη ψυχική ασθένεια περιλαμβάνουν πολλά πράγματα και όχι ένα μόνο. Πολλοί επαγγελματίες (συμπεριλαμβανομένων των γιατρών) θα διαφωνούσαν με τις δύο πρώτες απαντήσεις.
Όμως, σήμερα υπάρχει ένα μεγαλύτερο εύρος απόψεων γι’ αυτό το θέμα απ’ ό,τι υπήρχε 40 χρόνια πριν. Ένας καλός τρόπος να το δεις είναι να καταλάβεις πως υπάρχουν άτομα που ακούν «φωνές» και παρ’ όλα αυτά δεν έχουν προβλήματα που να υποδεικνύουν κάποιο είδος ψυχικής ασθένειας. Υπάρχουν επίσης άνθρωποι που έχουν κάποια ψυχική ασθένεια αλλά δεν ακούν φωνές, και σε αυτούς περιλαμβάνονται πολλοί άνθρωποι στους οποίους έχει δοθεί ψυχιατρική διάγνωση ψυχικής ασθένειας (Romme & Escher 1993 & 2000).
Υπάρχουν ακόμη άνθρωποι με άλλα προβλήματα ψυχικής υγείας που δεν έχουν διαγνωσθεί με σχιζοφρένεια αλλά που ακούνε «φωνές». Για παράδειγμα, άτομα που έχουν ιστορία μεγάλης κατανάλωσης αλκοόλ ή «ψυχαγωγικών» ναρκωτικών (κρακ, κοκαΐνη) ίσως μερικές φορές αρχίσουν να ακούν «φωνές».
Άλλοι άνθρωποι που μπορεί να ακούνε «φωνές» είναι αυτοί που υποφέρουν από μανιοκατάθλιψη και από αυτό που ονομάζεται «διασχιστικές διαταραχές» (ένα παράδειγμα αποτελεί αυτό που ορίζεται ως «διαταραχή μετά από ψυχοτραυματικό στρες»).
Ο Robin Murray, καθηγητής ψυχιατρικής του Ινστιτούτο Ψυχιατρικής, υποστηρίζει ότι:
«Έρευνες του Ινστιτούτου έχουν δείξει ότι περίπου 4% του γενικού πληθυσμού ακούει φωνές και ότι τις φωνές αυτές μπορούμε να τις δούμε σε σαρωτές εγκεφάλου να απορρέουν από το μέρος του εγκεφάλου στο οποίο κανονικά παράγονται οι λεκτικές σκέψεις ή ο «εσωτερικός λόγος». Ωστόσο, πολλά άτομα που ακούν φωνές βασανίζονται από αυτές. Έτσι, μαζί με το Νοσοκομείο Maudsley λειτουργούμε μία Κλινική για Άτομα που Ακούν Φωνές είτε αυτοί πιστεύουν ότι υποφέρουν από κάποια ασθένεια είτε όχι .Ωστόσο, τα φάρμακα σπάνια είναι αρκετά, και η γνωστικοσυμπεριφορική θεραπεία, μια θεραπεία μέσω ομιλίας, συχνά διευκολύνει την κατανόηση της ψυχολογικής προέλευσης των φωνών και του καλύτερου τρόπου αντιμετώπισής τους .Εν ολίγοις, πολλοί άνθρωποι χωρίς διάγνωση σχιζοφρένειας ακούνε φωνές, ενώ πολλοί άνθρωποι διαχειρίζονται την εμπειρία τους καλά με την κατάλληλη βοήθεια. Η διαχωριστική γραμμή μεταξύ αυτών που θεωρούνται φυσιολογικοί και αυτών που θεωρούνται διαταραγμένοι δεν είναι τόσο ξεκάθαρη όσο συνήθως πιστεύουμε».
(Guardian, Τετάρτη 16 Ιανουαρίου 2002)
Παραπομπές και περαιτέρω αναγνώσματα
Όπου ήταν δυνατό, έχουν καταγραφεί οι αριθμοί ISBN και τα πλήρη ονόματα των συγγραφέων, ώστε να είναι πιο εύκολο γι’ αυτούς που θα ήθελαν να παραγγείλουν αυτά τα βιβλία. Παρακαλώ σημειώστε πως κάποια βιβλία που βρίσκονται στον κατάλογο των παραπομπών ίσως έχουν εξαντληθεί, ωστόσο μπορεί να είναι διαθέσιμα σε βιβλιοθήκες. Άρθρα δημοσιευμένα σε περιοδικά μπορούν επίσης να αποκτηθούν μέσω των βιβλιοθηκών.
Richard P. Bentall (1990). The illusion of reality: A review and integration of psychological research on hallucinations. Psychological Bulletin, 107(1), 82-95.
M. Boyle (1990). Schizophrenia: Αscientific delusion. London: Routledge.
British Psychological Society, Division of Clinical Psychology (2000). Recent advances in understanding mental illness and psychotic experiences.
G.D. Casino & D. Adams (1986). Brainstem auditory hallucinosis. Neurology, 36, 1042-1047.
Peter Chadwick (1995). Understanding paranoia: What causes it, how it feels and what to do about it. Thorson, ISBN 0 7225 3023 4.
Peter Chadwick, M. Birchwood & P. Trower (1996). Cognitive therapy for delusions, voices and paranoia. Chichester: Wiley
J.L. Cummings, C.F. Barrit & M. Horan (1986-7). Delusions induced by procaine penicillin: Case report and review of the syndrome. International Journal of Psychiatry in Medicine, 16(2), 163-164.
J. Downs, Ed. Coping with voices and visions. Manchester: HVN Publications.
J. Downs, Ed. Starting and supporting voices groups. Manchester: HVN Publications.
G. Haddock (1995). Stress and hearing voices. Hearing Voices Network Journal (Winter edition).
Ivan Leudar & Phil Thomas (2000). Voices of reason, voices of insanity. London: Routledge, ISBN 0-415-14787-5
P.K. McGuire, G.M.S. Shah & R.M. Murray (1993) Increased blood flow in Broca’s area during auditory hallucinations in schizophrenia. The Lancet, 342, 703-706.
Marius Romme & Sandra Escher (1993). Accepting voices. UK: Mind Publications, ISBN 1 874690 13 8
Marius Romme & Sandra Escher (2000) Making sense of voices. UK: Mind Publications, ISBN 1874690 86 3
Oliver Sacks (1985). The man who mistook his wife for a hat. Picador, ISBN 0 330 29491 1
S. Smith (1997). Addict, ISBN 0-952-921502 (ένας απολογισμός της προσωπικής ιστορίας του συγγραφέα)
P. Thomas, (1997). Thedialecticsofschizophrenia. London: Free Association Books.
Tien, A.Y (1991). Distributions of hallucinations in the population. Social Psychology and Psychiatric Epidemiology, 26, 287-292.