Ζώντας με Φωνές - 50 Ιστορίες Ανάρρωσης
Μια νέα προσέγγιση της εμπειρίας των φωνών που μας έδωσε πολύτιμη γνώση τόσο για την ίδια την εμπειρία όσο και για τους τρόπους με τους οποίους οι άμεσα ενδιαφερόμενοι μπορούν να ξεπεράσουν τα εμπόδια που τους προκαλούν οι φωνές που ακούνε.
Οι 50 ιστορίες ανάρρωσης αποτελούν ένα σημαντικό τεκμήριο για τη νέα αυτήν προσέγγιση.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
Όταν πριν τέσσερα περίπου χρόνια έγινε στην Ελλάδα η πρώτη συνάντηση με τα μέλη του βρετανικού δικτύου ‘Ακούγοντας Φωνές’ Peter Bullimore (η ιστορία του οποίου περιλαμβάνεται στο βιβλίο), Kate Crawford και Linda Whitening δεν περιμέναμε την απήχηση που θα είχε ο λόγος τους.
Σταδιακά διαπιστώσαμε πως το μήνυμα που έφεραν είχε μια βαρύτητα πολύ μεγαλύτερη από αυτό που θα συνόψιζε κάποιος ως εναλλακτική πρόταση για τη διαχείριση και θεραπεία της ψυχωτικής εμπειρίας. Κι αυτό, γιατί οι ιδέες του κινήματος των ανθρώπων που ακούνε φωνές στηρίζονται σε μια ματιά πιο ενεργητική και άρα και πιο αισιόδοξη από αυτήν της παραδοσιακής ψυχιατρικής, που βλέπει τις εμπειρίες των φωνών ως ακουστικές ψευδαισθήσεις, δηλαδή ως κάτι ψευδές και άρα ανάξιο να ασχοληθεί κανείς με αυτό. Επιπλέον έδωσαν μια ώθηση στο να μετατοπιστεί, έστω και λίγο προς το παρόν, η επικοινωνία από τον (μονό)λογο των ειδικών στον λόγο των άμεσα ενδιαφερομένων, αυτών που στο βιβλίο αναφέρονται ως ειδικοί από εμπειρία (expert by experience).
Στη ζωή δεν υπάρχουν σκουπίδια. Οι φωνές, όπως εξάλλου κάθε ανθρώπινη εμπειρία, δεν μπορεί να προσεγγίζονται ως ένα άχρηστο, κενό σύμπτωμα, χωρίς νόημα και ιστορία. Έχουν περιεχόμενο, ποιότητα και χαρακτηριστικά, εμφανίζονται και εξαφανίζονται, δυναμώνουν ή σιωπούν, έχουν ιδιότητες και ταυτότητα. Μέσα από τη διερεύνησή τους ανοίγει ο δρόμος για τη συσχέτισή τους με γεγονότα της ζωής του ανθρώπου που τις ακούει. Ο πλούτος και η πολυπλοκότητα των διαφοροποιήσεων που μπορεί να συναντήσει κανείς στην εμπειρία των φωνών, αλλά και στις άλλες ασυνήθιστες εμπειρίες, όπως για παράδειγμα σε οράματα και ονειροειδείς καταστάσεις, είναι ανεξάντλητη, αν και σε πολλά σημεία συναντά κανείς ομοιότητες, συνηχήσεις και συναρθρώσεις.
Αλλά όπως ήδη αναφέρθηκε, η φιλοσοφία του δικτύου πάει και ένα βήμα παραπέρα. Στο κοινωνικό πεδίο αποτελεί κοινό τόπο η ανάγκη μοιράσματος, ανταλλαγής και ανοίγματος των εμπειριών αυτών. Είναι χαρακτηριστικό πως τόσο στο ξεκίνημα του Διεθνούς δικτύου των ανθρώπων που ακούνε φωνές στα τέλη της δεκαετίας του 1980 όσο και στα πρώτα βήματα του δικτύου στην Ελλάδα, εκείνο που αναδύθηκε και συνεχίζει να αναδύεται σε πρώτο επίπεδο είναι η ανάγκη για συνάντηση και άνοιγμα της εμπειρίας σ’ ένα πλαίσιο ασφάλειας και αποδοχής. Μιας εμπειρίας που ο κυρίαρχος ψυχιατρικός λόγος επιμένει να κατατάσσει ως ψευδή αίσθηση, αμφισβητώντας έτσι την ύπαρξή της και άρα χαρακτηρίζοντας και το βίωμά της ως μη πραγματικό, ως παθολογικό σύμπτωμα που πρέπει να καταπολεμηθεί και να εξοβελιστεί.
Θεσμοθετημένη αρχικά ως ιδιαίτερος κλάδος της κοινωνικής προστασίας απέναντι σε όλους τους κινδύνους που μπορεί να προκύψουν για την κοινωνία από τη ‘φρενοβλάβεια’ και κωδικοποιώντας σταδιακά την τρέλα ως ασθένεια, η ψυχιατρική, έχοντας πλέον διαχυθεί σε κάθε συνιστώσα της ανθρώπινης συμπεριφοράς και εμπειρίας, θέτει τα όρια της κανονικότητας, αξιολογεί ποια σκέψη υπάρχει και ποια δεν υπάρχει, ποιες εμπειρίες είναι αληθείς και ποιες ψευδείς. Κρατώντας την εξουσία να ορίζει και να διατυπώνει κατηγορικές προτάσεις για ό,τι παρατηρεί, αδιαφορεί για το περιεχόμενο των λεγομένων, καιροφυλακτεί για την καταγραφή συμπτωμάτων, εμφανών ή λανθανόντων, για την αξιολόγηση των αποκλίσεων και τη διόρθωσή τους, και τη διαχείριση του ‘μη-κανονικού’, στερώντας έτσι την εγκυρότητα πλήθους επιθυμιών και αναγκών.
Η έκδοση του βιβλίου έρχεται σε μια εποχή ραγδαίας διάλυσης ενός ήδη ανεπαρκούς δημόσιου συστήματος ψυχικής υγείας, και το μήνυμα που κουβαλάει είναι επίκαιρο όσο ποτέ.
Παρά την ανοικτή διακήρυξη για ένα βιο-ψυχο-κοινωνικό μοντέλο προσέγγισης της ψυχικής δυσφορίας, η τελευταία βαφτίζεται εύκολα ασθένεια, η εμπειρία παθολογικοποιείται και η καθημερινή πρακτική κυριαρχείται από την εξάπλωση των φαρμακευτικών θεραπειών και των μηχανιστικών και κατασταλτικών μεθόδων σε βάρος μιας πιο ισότιμης σχέσης που θα στηρίζεται σε μια ανοικτή και ενεργητική ακρόαση.
Σε αντίθεση επίσης με την κυρίαρχη λογική που υπαγορεύει μια λογιστική θεώρηση των παρεχόμενων υπηρεσιών, το κίνημα των ανθρώπων που ακούνε φωνές θέτει στο επίκεντρο τις εμπειρίες και τις ανάγκες των άμεσα ενδιαφερόμενων. Στην προκειμένη περίπτωση όσων έχουν βιώσει φωνές, οράματα ή άλλες ασυνήθιστες αισθητηριακές εμπειρίες. Θέτει ως σημαντικό παρονομαστή της ανάρρωσης τη σχέση με άλλους, την προσωπική δουλειά και την ανάληψη ευθύνης, τις προσωπικές επιλογές και την ανάκτηση του ελέγχου.
Η ανάρρωση ως μια συνεχής διεργασία, σχετίζεται με «το να παίρνει κανείς τη ζωή στα χέρια του». Όπως λέει και o Peter Bullimore: «Αν θες να αλλάξεις, πρέπει να κάνεις κάτι… Η ανάρρωση είναι μια πολύ εξατομικευμένη υπόθεση. Πρέπει να την ορίσεις για τον εαυτό σου. Δες τι είσαι, αναζήτησε και πάλι ένα σκοπό στη ζωή σου, γιατί μόνο τότε μπορείς να ξεκινήσεις να προχωρείς». Αναρωτιέται κανείς κατά πόσο παρέχεται σε ανθρώπους που φέρουν διαγνώσεις όπως η σχιζοφρένεια μια τέτοια προοπτική αντί του συνήθους σχολίου περί ανίατης ασθένειας (όπως ο σακχαρώδης διαβήτης) που χρήζει φαρμακευτικής αγωγής πιθανότατα για μια ζωή.
Στο τέλος του βιβλίου έχει προστεθεί μια σύντομη παρουσίαση του ελληνικού δικτύου με πληροφορίες για τα σχεδόν τέσσερα χρόνια που δραστηριοποιείται στην Ελλάδα.
Σε κάθε περίπτωση ιδιαίτερη μνεία και ένα μεγάλο ευχαριστώ χρωστάμε στη Μαριάννα Κεφαλληνού που έφερε στην Ελλάδα και μας σύστησε τους Peter Bullimore, Kate Crawford, Linda Whitening και Torie Reeve και στη συνέχεια φρόντισε για το στήσιμο της πρώτης ομάδας για ανθρώπους που ακούνε φωνές στην Αθήνα, αλλά και της πρώτης ομάδας ομότιμης υποστήριξης για συγγενείς και φίλους με τα χαρακτηριστικά και την κουλτούρα του δικτύου.
Επίσης θέλουμε να ευχαριστήσουμε τη Μαρία Κακογιάννη για τις διορθώσεις που έκανε στο κείμενο και τις πολύτιμες μεταφραστικές συμβουλές και υποδείξεις της και τη Νίκη Ρουσοπούλου Παπά που με σχολαστικότητα έκανε την τελική επιμέλεια του βιβλίου. Να σημειώσουμε εδώ πως η όλη μεταφραστική προσπάθεια εστίασε στο να ξεπεραστούν δυσκολίες που απέρρεαν από τη διαδοχική μετάφραση που είχαν υποστεί κάποιες ιστορίες, ώστε ο λόγος να είναι όσο το δυνατόν πιο άμεσος και κοντά στο ύφος του πρωτότυπου κειμένου. Τέλος, αξίζει να αναφέρουμε ότι οι Peter, Kate, Linda και Torie αποτέλεσαν και αποτελούν πηγή έμπνευσης, πίστεψαν σ’ εμάς και στην προσπάθειά μας και η μετάφραση του Living with voices αφιερώνεται σ’ αυτούς.
Στέφανος Βασάκος
Λυκούργος Καρατζαφέρης