Παγκόσμιο Δίκτυο Ακούγοντας Φωνές (Hearing Voices)

  • Εκτύπωση

 

Jacqui Dillon και Eleanor Longden

 Εισαγωγή

Από το 1988 που ξεκίνησε το Δίκτυο Ακούγοντας Φωνές1 (Hearing Voices Network – HVN), οργάνωση εγγεγραμμένη στα μητρώα κοινωφελών οργανισμών (στμ: της Βρετανίας), έχει αποκτήσει τη φήμη ενός καινοτόμου, εξέχοντος κινήματος λαϊκής βάσης με επιρροή, που ασκεί ανοιχτά κριτική στην κατεστημένη ψυχιατρική σχέση μεταξύ του κυρίαρχου, ειδικού κλινικού επαγγελματία και του παθητικού, ασθενούς λήπτη. Αντί αυτού, η τοποθέτηση - πρόκληση του HVN που καθοδηγείται από τους χρήστες υπηρεσιών ψυχικής υγείας, προασπίζεται την πρωτοκαθεδρία του «ειδικού βάσει εμπειρίας» ως το πιο ξεκάθαρο ρητορικό της μήνυμα.

 

 

Επιπλέον, ενώ το HVN δεν αρνείται ότι το να ακούει κάποιος φωνές μπορεί να προκαλεί δυσφορία και να πτοεί το ηθικό, αντιτίθεται με μανία στην άποψη ότι μια τέτοια αναταραχή αποτελεί ένδειξη παθολογίας. Το να ακούει κάποιος φωνές, αντί για αποκλίνον σύμπτωμα χωρίς νόημα που χρήζει εξάλειψης και «ίασης», θεωρείται σημαντικό, επιδέχεται αποκωδικοποίησης και συμπλέκεται στενά με την ιστορία της ζωής ενός ατόμου. Καθώς είναι τέτοιο, το να αντεπεξέρχεται κάποιος είναι μια κρίσιμη έννοια για τις ιδεολογικές πεποιθήσεις του  HVN, γιατί εάν ο εξοστρακισμός των φωνών είναι η «ιαματική» απάντηση της ψυχιατρικής, η κατανόηση, η αποδοχή και αφομοίωση του συναισθηματικού τους νοήματος θεωρείται η απάντηση της ανάρρωσης (στμ: απόδοση του όρου recovery που εδώ χρησιμοποιείται ως μοντέλο – φιλοσοφία που εστιάζει στην ανάκτηση δύναμης, θετικής διάθεσης και αυτονομίας του ατόμου). Οι φωνές χαρακτηρίζονται ως αγγελιαφόροι που επικοινωνούν συγκλονιστικές πληροφορίες σχετικά με αληθινά προβλήματα στη ζωή ενός ατόμου, ένας «καθρέφτης του κοινωνικού κόσμου» (James, 2001: p.38). Για το λόγο αυτό, απλώς δεν έχει νόημα το να πυροβολείς τον αγγελιαφόρο και να περιφρονείς το περιεχόμενο του μηνύματος. Αντιθέτως, το να βοηθάς το άτομο να ακούει τις φωνές δίχως αγωνία είναι μια πιο αυθεντική μακροπρόθεσμη λύση. Γιατί, για να ανακάμψει από τη ψυχική δυσφορία ένας άνθρωπος πρέπει να μάθει να αντεπεξέρχεται, τόσο τις φωνές όσο και τα πρωτογενή προβλήματα που βρίσκονται στην καρδιά της εμπειρίας. Επιπλέον, η αποδοχή της υποκειμενικής πραγματικότητας των φωνών είναι ακρογωνιαία λίθος της θέσης του Δικτύου. Το HVN θεωρεί όλες τις εξηγήσεις για τις φωνές εξίσου πειστικές και έγκυρες – εάν κάποιο άτομο ισχυρίζεται ότι επικοινωνεί με το Θεό και θεωρεί ότι αυτή η εμπειρία έχει αξία, δεν γίνεται καμία προσπάθεια να την απεκδυθεί, αλλά γίνεται προσπάθεια για να καταλάβει τι σημαίνει για αυτόν/ή.

 

 

 

«Η ελευθερία να ακούς φωνές»: Η δουλειά των Romme και Escher

 

Η θέση του HVN – η επιμονή να παρακολουθούν τα άτομα στενά την ουσία και το περιεχόμενο των φωνών τους - είναι κάθε άλλο παρά συμβατική και μπορεί να αποδοθεί στις ριζοσπαστικές μορφές του Ολλανδού ψυχιάτρου Marius Romme και της ερευνητικής συνεργάτιδας του Sandra Escher, που άνοιξαν το δρόμο για μια νέα προσέγγιση των φωνών που δίνει έμφαση στην αποδοχή και κατανόησή τους (π.χ. Romme and Escher, 1989a, 1990, 1993, 2000). Με μια εμπνευσμένη και θαρραλέα κίνηση, αυτό το εναλλακτικό παράδειγμα αναπτύχθηκε σε στενή συνεργασία με άτομα που ακούνε φωνές και βασίστηκε στην πρόταση ότι α) το να ακούς φωνές είναι μια φυσιολογική ανθρώπινη εμπειρία που συναντάται ευρέως στον γενικό πληθυσμό, β) έχει ένα προσωπικό νόημα σε σχέση με την προσωπική ιστορία, της οποίας το μήνυμα ή ο σκοπός μπορεί να αποκωδικοποιηθεί και γ) γίνεται καλύτερα αντιληπτή ως μια αποσυνδετική εμπειρία και όχι ως ένα ψυχωτικό σύμπτωμα. Πράγματι, το γεγονός ότι πολλοί άνθρωποι που ακούνε φωνές υπέφεραν κατά το παρελθόν από κάποιο ψυχικό τραύμα είναι μια παραμελημένη πτυχή της εμπειρίας των φωνών και της «ψύχωσης» εν γένε ι(π.χ. Read and Ross, 2003; Johnstone, 2007; Hammersley, Read, Woodall and Dillon, 2008). Αντιθέτως, η δυτική ψυχιατρική βλέπει τις φωνές ως ένα σύμπτωμα μιας αρρώστιας, ένα παθολογικό φαινόμενο χωρίς νόημα (βλ. Leudar and Thomas, 2000). Συνεπώς, μόνος στόχος της είναι να μειωθούν οι φωνές. Έχει να προσφέρει λίγα σε άτομα που ακούνε φωνές και αποζητούν βοήθεια πέρα από τη φαρμακευτική αγωγή. Αν και ορισμένοι άνθρωποι έχουν βρει ωφέλιμα τα φάρμακα, ένας σημαντικός αριθμός δεν έχει νιώσει έτσι και πολλοί έχουν κατανοητές ανησυχίες ως προς τη μακροπρόθεσμη λήψη των νευροληπτικών ουσιών(π.χ. Hall, 2007; Holmes, Hudson and May, 2008).

 

Σε έντονη αντίθεση, η οπτική των Romme και Escher υποστηρίζει ότι η απόρριψη του νοήματος των φωνών ισοδυναμεί με απόρριψη του ατόμου. Είναι άξιο προσοχής ότι η αφετηρία αυτού του νέου τρόπου κατανόησης των φωνών δεν προήλθε από την ακαδημαϊκή θεωρία ή την κλινική έρευνα, αλλά μετά από την υπόδειξη μιας από τους ασθενείς του Romme. Η Patsy Hage είχε βασανιστεί από βιαιότατες, απειλητικές φωνές από την εφηβεία της και όταν έτυχε της προσοχής του, βρισκόταν στα πρόθυρα της αυτοκτονίας. Ενώ είχε διάγνωση σχιζοφρένειας, η Patsy ήταν ανυποχώρητη ως προς την πραγματικότητα της εμπειρίας της και χρησιμοποίησε τις οξείες νοητικές ικανότητές της για να βρει μια εξήγηση για αυτήν. Μια αξιοσημείωτη πηγή έμπνευσης αποτέλεσε ένα αμφιλεγόμενο βιβλίο του ψυχολόγου του Princeton Julian Jaynes, «Η προέλευση της συνείδησης στη διάσπαση του διμερούς νου» (TheOriginofConsciousnessintheBreakdownoftheBicameralMind) (1976), το οποίο ισχυρίζεται ότι μέχρι πριν μερικές χιλιάδες χρόνια, οι άνθρωποι δεν διέθεταν στοχαστική συνείδηση και άκουγαν φωνές (τις οποίες απέδιδαν σε θεούς) που καθοδηγούσαν την κοινωνική συνεργασία και τη λήψη αποφάσεων. Ο Jaynes θεωρούσε ότι αυτό ήταν «ο διμερής νους» και ισχυριζόταν ότι στη σύγχρονη εποχή οι άνθρωποι που ακούνε φωνές επιστρέφουν σε αυτή την αρχαία νοητική δομή υπό την επήρεια του υπέρμετρου άγχους. Η  Patsy είχε απορροφηθεί βαθιά από αυτή την θεωρία και είχε εμπνευστεί επαρκώς από αυτή, ώστε να απαντήσει στην απορριπτική για τις φωνές της στάση εκ μέρους του Romme, με μια αξιομνημόνευτη πρόκληση: «Πιστεύεις σε ένα Θεό που δεν μπορείς να δεις και να ακούσεις, οπότε γιατί δεν πιστεύεις στις φωνές που πραγματικά ακούω και είναι πραγματικές για μένα;» (βλ. James, 2001). Για έναν συμβατικό ψυχίατρο που είχε εκπαιδευτεί για να καταλαβαίνει τις «ακουστικές ψευδαισθήσεις» ως ένα υποπροϊόν της ψυχικής ασθένειας που στερείται νοήματος, αυτή ήταν μια αιφνιδιαστική πρόταση και ο Romme χρειάστηκε περίπου ένα χρόνο για να φτάσει σταδιακά στο σημείο να πιστέψει ότι η Patsy πράγματι άκουγε φωνές και αυτές είχαν νόημα για εκείνη. Ουσιαστικά, αυτό προϋπέθετε να εγκαταλείψει αυτά που είχε διδαχθεί από την ιατρική του εκπαίδευση και να ακολουθήσει το δρόμο που άνοιξε μια από τους ασθενείς του – απλώς επειδή ό,τι είπε είχε περισσότερο νόημα από οποιαδήποτε άλλη θεωρία είχε ακούσει. Σύμφωνα με τον Coleman (2004, p.13): «ο Marius… κατά τα λεγόμενα του ίδιου είναι ένας παραδοσιακός ψυχίατρος… [αλλά] όταν άκουσε την  Patsy Hage και διερεύνησε αυτά που έλεγε, τότε κατά τη γνώμη μου έπαψε να είναι ένας παραδοσιακός ψυχίατρος. Όταν υποστήριξε δημοσίως για πρώτη φορά ότι το να ακούει κάποιος φωνές είναι μια φυσιολογική εμπειρία και ότι δεν πρέπει να φοβάσαι να ακούς φωνές, έπαψε να είναι ένας παραδοσιακός ψυχίατρος. Όταν συνέχισε τη δουλειά του, παρά τον εμπαιγμό και την κριτική των συναδέλφων του, έπαψε να είναι ένας παραδοσιακός ψυχίατρος και κατά τη γνώμη μου έγινε ένας αληθινά σπουδαίος ψυχίατρος»

 

Έχοντας αποδεχτεί την πραγματικότητα των φωνών της Patsy, ο Romme άρχισε να αναλογίζεται εάν το να ακούει κάποιος φωνές θα μπορούσε να θεωρηθεί μια ανθρώπινη απόκλιση όπως η αριστεροχειρία ή η δυσλεξία, παρά ένα σύμπτωμα ψυχικής διαταραχής. Επιπλέον, τόσο ο Romme όσο και η Escher ένιωθαν ότι για να βοηθήσουν τους ανθρώπους που δεν μπορούσαν να διαχειριστούν τις φωνές τους, έπρεπε να βρουν ανθρώπους που είχαν καταφέρει να αντεπεξέλθουν με επιτυχία. Έτσι, ο Romme και η Patsy εμφανίστηκαν σε μια δημοφιλή ολλανδική τηλεοπτική εκπομπή για να συζητήσουν για τις φωνές και κάλεσαν οποιονδήποτε είχε παρόμοιες εμπειρίες να επικοινωνήσει μετά μαζί τους. Η ανταπόκριση ήταν εκπληκτική: πάνω από 450 άνθρωποι πήραν τηλέφωνο, 150 από τους οποίους δεν είχαν ποτέ καμία επαφή με την ψυχιατρική - σε πολλές περιπτώσεις, μάλιστα, τους ευχαριστούσε το να ακούν φωνές. Αυτό ήταν ένα καταπληκτικό εύρημα για το Romme, που είχε θεωρήσει ότι το να ακούει κάποιος φωνές αποτελεί μόνο ένδειξη ψυχικής ασθένειας, συνήθως σχιζοφρένειας. Αυτά τα αποτελέσματα οδήγησαν σε ένα κρίσιμο ερώτημα - θα μπορούσαν οι μέθοδοι που χρησιμοποιούσαν εκείνοι που ζούσαν ευτυχισμένοι με τις φωνές τους να εφαρμοστούν με επιτυχία από εκείνους που δεν ζούσαν ευτυχισμένοι με τις φωνές; Έτσι ξεκίνησε μια διερεύνηση της εμπειρίας των φωνών η οποία συνεχίζει έως σήμερα. Έγινε επίσης το ξεκίνημα μια δεύτερης αλλαγής παραδείγματος, κατά την οποία η γλώσσα της ασθένειας και της αναπηρίας ήρθε σε δεύτερη μοίρα, ο σχιζοφρενής υποχώρησε και ο νέος ορισμός άνθρωπος που ακούει φωνές άρχισε να εμφανίζεται.

 

 

 

Ο Paul Baker, ένας εργαζόμενος στο χώρο της ψυχικής υγείας που παρακολούθησε τον Romme και την Escher την πρώτη φορά που ανακοίνωναν τα ευρήματά τους δημοσίως, δήλωσε αργότερα: «Βασικό στοιχείο αυτής της προσέγγισης έχει αποτελέσει η έμφαση που δίνει στην συνεργασία μεταξύ των ίδιων των ανθρώπων που ακούνε φωνές και των επαγγελματιών…αυτή ήταν μια αναζωογονητική αλλαγή σε σχέση με τις περισσότερες προσεγγίσεις που είχα συναντήσει παλιότερα, οι οποίες σπάνια, αν όχι ποτέ, έδιναν τέτοια σημασία στις απόψεις αυτών που είχαν όντως βιώσει τις εν λόγω δυσκολίες ψυχικής υγείας» (Baker, 1989:11). Ο Romme (2000) από τότε έχει καθιερωθεί ως ένας δυναμικός και ισχυρός ακτιβιστής, ο οποίος παρομοιάζει τη «χειραφέτηση» των ανθρώπων που ακούνε φωνές με το κίνημα πολιτικών δικαιωμάτων της δεκαετίας του 1960, κατά το οποίο η επιστήμη χειρίζεται ένα ζυγό πολιτισμικής, κοινωνικής και ψυχολογικής καταπίεσης. Σύμφωνα με την οπτική του Romme, η ψυχιατρική χρειάζεται να αλλάξει τη στάση της απέναντι στην εμπειρία των φωνών με τον ίδιο τρόπο που άλλαξε τη στάση της απέναντι στην ομοφυλοφιλία – μαθαίνοντας να τη σέβεται και να την υποστηρίζει αντί να τη «ιαίνει». Ο Warwick (παράθεση στον James, 2001: p.41) εκφράζει ρητά αυτή την πολιτική άποψη: «Για πόσο καιρό ακόμα [θα συνεχίζει] η ψυχιατρική να φοράει ταμπέλες ψυχικής αρρώστιας πρώτα σε ένα πράγμα, μετά σε ένα άλλο; Δείτε το ιστορικό των ψυχιατρικών γκαφών το οποίο έχει διαγραφεί σιωπηλά χωρίς καμία συγγνώμη, χωρίς να γίνεται λόγος και για οποιαδήποτε αποζημίωση για τα πολλά θύματα. Ο αυνανισμός, η ομοφυλοφιλία, η γονεϊκότητα εκτός γάμου… αυτοί είναι λίγοι από τους πολλούς φυσικούς τρόπους της ανθρώπινης φύσης, που, τουλάχιστον στη Βρετανία, δεν δικαιολογούν πλέον διαβολικές μορφές θεραπείας που οι ψυχίατροι επιβάλλουν σε αυτούς που έχουν εξουσιοδοτηθεί να ταξινομούν με την ταμπέλα ψυχικά αρρώστου.»

 

Το HVN συνυπογράφει αυτή τη θέση διαμαρτυρίας και η προσέγγιση του έχει γίνει σταδιακά πιο ισχυρή, με εντονότερη επιρροή που εξαπλώνεται σε όλο τον κόσμο υπό τη μορφή έρευνας, δημοσίων συζητήσεων, συνέδριων, εκδόσεων, ομάδων αυτοβοήθειας και δικτύων. Αυτές οι δράσεις προκάλεσαν, παρακίνησαν και τελικά εμφυτεύθηκαν σε αυτό που τώρα αναφέρεται ως «το κίνημα αυτών που ακούνε φωνές», μια φιλοσοφική και κοινωνική τάση στην οποία δίκτυα ανθρώπων που ακούνε φωνές και είναι οργανωμένοι εκτός του ψυχιατρικού συστήματος αναζητούν και επεξεργάζονται τρόπους να αλληλοϋποστηρίζονται, ενδυναμώνονται και δουλεύουν προς την ανάρρωση με τους δικούς τους τρόπους. Σήμερα υπάρχουν ομάδες και δίκτυα σε 21 χώρες σε όλο τον κόσμο και η δουλειά του διεθνούς δικτύου συντονίζεται μέσω του Intervoice: Το Διεθνές Δίκτυο Εκπαίδευσης, Μόρφωσης και Έρευνας για τις Φωνές, του οποίου πρόεδρος είναι ο Καθηγητής Marius Romme. Η ίδρυση τέτοιων δικτύων έχει δημιουργήσει προοπτικές για την αναγνώριση και την υποστήριξη των ανθρώπων που ακούνε φωνές και, κρίσιμα, για την διάδοση της ξεχασμένης αποκάλυψης ότι οι άνθρωποι μπορούν να μάθουν να ζουν με τις φωνές τους. Η αποδοχή και κατανόηση των φωνών έχει έτσι γίνει ένα νέο μοντέλο, που δημιουργεί με τρόπο εποικοδομητικό νέους δρόμους ανάρρωσης.

 

 

 

 

 

HVN: Ένα δίκτυο ενημέρωσης και υποστήριξης

 

 

 

Στόχοι και Σκοπός

 

 

 

Η κύρια φιλοδοξία του HVN είναι να προάγει θετικές εξηγήσεις για τις εμπειρίες όσων ακούνε φωνές και να προσφέρει στα άτομα ένα πλαίσιο για να αναπτύσσουν τους δικούς τους τρόπους αντιμετώπισης. Συγκεκριμένα, οι στόχοι του δικτύου είναι:

 

1. Να ευαισθητοποιήσει τον κόσμο σχετικά με τις φωνές που ακούν κάποιοι, τα οράματα, τις απτικές αισθήσεις και άλλες αισθητηριακές εμπειρίες.

 

2. Να προσφέρει στους άνδρες, στις γυναίκες και στα παιδιά που έχουν αυτές τις εμπειρίες μια ευκαιρία να μιλήσουν μαζί ελεύθερα για αυτές.

 

3. Να υποστηρίξει οποιονδήποτε με αυτές τις εμπειρίες που θέλει να καταλάβει, να μάθει και να αναπτυχθεί από αυτές με το δικό του τρόπο.

 

 

 

Αντικειμενικοί στόχοι

 

Το Δίκτυο καταβάλλει προσπάθειες για να επιτύχει τους στόχους του, μέσω των ακόλουθων ενασχολήσεων:

 

 

 

Συμμετοχή Διαφόρων Μελών

 

Μέλη είναι άνθρωποι που ακούνε φωνές, οι φίλοι τους, συγγενείς και σύμμαχοι, ενδιαφερόμενοι εργαζόμενοι στο χώρο της ψυχικής υγείας, ακαδημαϊκοί, ερευνητές και μέλη της κοινότητας.

 

 

 

Newsletter

 

Τα μέλη του HVN λαμβάνουν 15ήμερη ενημέρωση (newsletter) δωρεάν, η οποία παρέχει πληροφορίες σχετικά με τις δραστηριότητες του Δικτύου, χρήσιμες εκδόσεις και προσωπικές μαρτυρίες, ιστορίες, στρατηγικές αντιμετώπισης και δημιουργικά κομμάτια από άτομα που ακούνε φωνές.

 

 

 

Πληροφόρηση

 

Επιπρόσθετα στο newsletter, το HVN εκδίδει μια σειρά από ενημερωτικά βιβλιαράκια και φυλλάδια σχετικά με διάφορες πτυχές της εμπειρίας των φωνών, όπως προσωπικές μαρτυρίες, στρατηγικές αντιμετώπισης και για τα φάρμακα, καθώς και αναφορές για τα ετήσια εθνικά συνέδρια του. Τέτοια δουλειά προσέγγισης του κόσμου έχει συμβάλει στην προαγωγή της ανοχής, της ευαισθητοποίησης και των θετικών εξηγήσεων σχετικά με τις φωνές, καθώς και στη διάδοση του ήθους του κινήματος αυτών που ακούνε φωνές σε ένα ευρύτερο κοινό.

 

 

 

Ομάδες αυτοβοήθειας

 

Υπάρχουν πάνω από 180 ομάδες για αυτούς που ακούνε φωνές οι οποίες έχουν ιδρυθεί στην Αγγλία (Η Σκωτία και η Ουαλία έχουν τα δικά τους δίκτυα, όπως και η Ιρλανδία: ο βορράς και ο νότος έχουν αναπτύξει ένα δίκτυο σε όλη την Ιρλανδία). Παρόλο που οι περισσότερες ομάδες λειτουργούν σε κοινοτικούς χώρους, επίσης λειτουργούν και σε διάφορα άλλα μέρη, συμπεριλαμβανομένων ομάδων σε μονάδες οξέων και ασφαλείας – τόσο σε νοσοκομεία όσο και σε φυλακές – και αρκετές εξειδικευμένες ομάδες έχουν δημιουργηθεί για γυναίκες, μαύρες και μειονοτικές κοινότητες και για παιδιά και νέους ανθρώπους.

 

 

 

Εκπαίδευση

 

Το HVN προσφέρει εκπαιδευτικές συναντήσεις, τόσο σε εθνικό όσο και διεθνές επίπεδο, για άτομα που ακούνε φωνές, τους συμμάχους τους και για επαγγελματίες ψυχικής υγείας σε θεσμικούς/κρατικούς και εθελοντικούς οργανισμούς, που αφορούν στην συνειδητοποίηση της εμπειρίας να ακούς φωνές, σε προχωρημένες δεξιότητες στη δουλειά με ανθρώπους που ακούν φωνές, σε δεξιότητες συντονισμού ομάδων για ανθρώπους που ακούνε φωνές, σε ζητήματα όπως δουλεύοντας και ζώντας με την παράνοια, δουλεύοντας με την παιδική σεξουαλική κακοποίηση και άλλα παρεμφερή θέματα.

 

 

 

Συνέδρια και Σεμινάρια

 

Τα τελευταία 20 χρόνια το HVN έχει διοργανώσει συνέδρια και σεμινάρια για ανθρώπους που ακούνε φωνές, συγγενείς και εργαζόμενους και έχει επίσης προσφέρει εκπαιδευτές και ομιλητές για εκδηλώσεις σε όλη τη Βρετανία και διεθνώς.

 

 

 

Γραμμή βοήθειας

 

Το δίκτυο προσφέρει μια εμπιστευτική γραμμή βοήθειας η οποία λειτουργεί από άτομα που ακούνε φωνές και προσφέρει υποστήριξη και συμβουλές σε οποιονδήποτε ταλαιπωρείται από φωνές, οράματα ή άλλες ασυνήθιστες εμπειρίες.

 

Έρευνα

 

Το δίκτυο έχει κάνει μεγαλύτερη την κατανόηση και περαιτέρω ανάπτυξη πιο βοηθητικών προσεγγίσεων της εμπειρίας των φωνών, διευκολύνοντας και υποστηρίζοντας συνεχείς έρευνες σχετικές με τις φωνές.

 

ΜΜΕ

 

Μέσα στα χρόνια, το HVN έχει συνεργαστεί τακτικά με τα ΜΜΕ, με αποτέλεσμα έναν αριθμό θετικών ραδιο/τηλεοπτικών εκπομπών και δημοσιεύσεων σχετικά με τη δουλειά του και την εμπειρία των φωνών, τόσο σε εθνικό όσο και διεθνές επίπεδο (π.χ. Edginton, 1995; Hilpern, 2007, Smith, 2007; Adams, 2008.)

 

Προαγωγή μιας καινοτόμας προσέγγισης

 

Το HVN έχει ευαισθητοποιήσει τον κόσμο ως προς τα οφέλη του να μιλάς για τις φωνές, την αξία της ομότιμης υποστήριξης και εξέλιξε αυτή την καινοτόμο προσέγγιση σε παραγωγικές συνεργασίες με επαγγελματίες, συγγενείς και άλλες κοινωνικές ομάδες, υποστηρίζοντας, έτσι, πολλούς ανθρώπους για να θέσουν με ασφάλεια ένα τέλος στην εξάρτηση από τις θεσμικές υπηρεσίες.  Επιπρόσθετα, οι Ομάδες Ακούγοντας Φωνές και η «Προσέγγιση Ακούγοντας Φωνές» τώρα πλέον έχουν γίνει πιο συνηθισμένες και αποδεκτές μέσα στις συμβατικές υπηρεσίες ψυχικής υγείας. Για παράδειγμα, μια πρόσφατη αναφορά της Επιτροπής Φροντίδας Υγείας,  «Η Πορεία προς την ανάρρωση: Μια ανασκόπηση των υπηρεσιών ψυχικής υγείας οξείας νοσηλείας  του Εθνικού Συστήματος Υγείας» (2008), ανέφερε οργανισμούς ψυχικής υγείας που παρείχαν ομάδες Hearing Voices ως «κατάλληλες και ασφαλείς παρεμβάσεις» σε τμήματα οξέων. Παρομοίως, μια πρόσφατη συγγραφική δραστηριότητα έχει αρχίσει να τάσσεται υπέρ της σημασίας του να διερευνούνται οι σχέσεις όσων ακούνε φωνές με τις φωνές τους και οι σχέσεις αυτές να χαίρουν προνομιακής μεταχείρισης (π.χ. Corstens, May and Longden, 2007; Chin, Hayward and Drinnan, 2008; Hayward, Denney, Vaughan and Fowler, 2008; Moskowitz and Corstens, 2008). Επίσης, τάσσεται υπέρ της χρήσης της δύναμης και της οικειότητας που διακρίνουν αυτές τις δυναμικές, για την ενεργοποίηση αισθημάτων αυτονομίας και ελέγχου (π.χ. Birchwood, Meaden, Trower, Gilbert and Plaistow, 2000; Chadwick, Lees and Birchwood, 2000).

 

 

 

Τι είναι οι Ομάδες Ακούγοντας Φωνές;

 

Οι ομάδες Ακούγοντας Φωνές είναι χώροι συζήτησης στους οποίους τα άτομα που ακούνε φωνές που μοιράζονται αυτή την εμπειρία μπορούν να συναθροιστούν για να μοιραστούν συναισθήματα, να πάρουν υποστήριξη, να ανταλλάξουν στρατηγικές αντιμετώπισης και να μειώσουν τα αισθήματα του στίγματος, της απομόνωσης και της δυσφορίας (βλ. Romme & Escher, 1989b, 2000; Downs, 2005; Dillon, 2006). Μερικές φορές η ομάδα μπορεί να περιλαμβάνει συγγενείς, φίλους και συμμάχους ανθρώπων που ακούνε φωνές και οι επαγγελματίες μπορεί να ζητήσουν την άδεια για να παρακολουθήσουν, με σκοπό να βελτιώσουν την ικανότητά τους να βοηθούν και να υποστηρίζουν τους πελάτες τους. Διαφορετικές ομάδες μπορεί να ποικίλουν ως προς την έμφαση που δίνουν στην υποστήριξη, στη διερεύνηση συναισθηματικών ζητημάτων και στην επιμόρφωση/οργάνωση εκστρατειών και μπορούν να συμπληρώνουν την ατομική ψυχοθεραπευτική υποστήριξη, εξοπλίζοντας τα μέλη τους με αυτοπεποίθηση για να δουλέψουν πιο βαθιά με τα υποκείμενο συναισθηματικά και κοινωνικά ζητήματα της εμπειρίας τους με τις φωνές. Έτσι, τα μέλη συχνά θα χρησιμοποιήσουν την ομάδα για διαφορετικούς σκοπούς και με διαφορετικούς τρόπους, και για το λόγο αυτό, γενικώς δεν είναι βοηθητικό να αξιολογεί κανείς τις ομάδες με όρους μετρήσιμων αποτελεσμάτων, όπως είναι ο αριθμός παρουσιών, καθώς αυτό είναι κάτι που κυμαίνεται ανάλογα με τις ανάγκες, τις απαιτήσεις και τις προσωπικές συνθήκες που αλλάζουν (Downs, 2005). Γενικά, τα περισσότερα μέλη θα βρουν σημαντική ανακούφιση και καθησύχαση απλώς επειδή υπάρχει η ομάδα, ακόμα και αν τη χρησιμοποιούν διακεκομμένα.

 

Μέσα στις ομάδες προκύπτουν πολλές χρήσιμες διαδικασίες. Καταρχάς, η ατμόσφαιρα αμοιβαίας και συλλογικής εμπλοκής σημαίνει ότι παίζουν έναν καίριο ρόλο στην παροχή «ενός ασφαλούς καταφυγίου, όπου οι άνθρωποι νιώθουν αποδοχή και άνεση» (Downs, 2005: p.5). Επειδή το να ακούς φωνές είναι μια τόσο μοναχική, απομονωτική εμπειρία, το να παρέχεις έναν ασφαλή χώρο όπου τα συναισθήματα μπορούν να συζητηθούν ελεύθερα και χωρίς λογοκρισία συχνά αποδεικνύεται ενδυναμωτικό σε τεράστιο βαθμό. Η σιωπή μπορεί να είναι μια αναπηρία και η  Escher (1993) έχει πάρει συνεντεύξεις από πολυάριθμους ανθρώπους που ακούνε φωνές, με σκοπό να αποσαφηνίσει τα πλεονεκτήματα του να μιλάει κάποιος για τις φωνές του σε ένα κοινό με κατανόηση. Τα ευρήματα της μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:

 

  1. Το να καταπιάνεσαι με την εμπειρία μπορεί να βοηθήσει να αναγνωρίσεις στοιχεία που επαναλαμβάνονται (π.χ.  σύνδεση αρνητικών συναισθημάτων με μια αρνητική φωνή).
  2. Η συζήτηση μπορεί να ενεργοποιήσει την αποδοχή της εμπειρίας του να ακούς φωνές και να βοηθήσει να καλλιεργήσεις μια υγιή ταυτότητα ως κάποιος που ακούει φωνές.
  3. Μέσω της αναγνώρισης και διερεύνησης πιθανών νοημάτων, τα άτομα μπορεί να αρχίσουν να διαπραγματεύονται και να βελτιώνουν τη σχέση τους με τις φωνές.
  4. Το να αναγνωρίζουν τα άτομα τη δική τους κατάσταση μέσα στις εμπειρίες άλλων μπορεί να τα επιβεβαιώνει και να επικυρώνει τις εμπειρίες τους.
  5. Ενώ η αποφυγή μπορεί να προκαλέσει αισθήματα αδυναμίας και άγχους, το να μιλάς μπορεί να μειώσει την απομόνωση και το φόβο.

 

Αυτή η συγκέντρωση συλλογικών πηγών και δυνατοτήτων μπορεί να αποδειχτεί ένα τεράστια θετικό, ενδυναμωτικό φαινόμενο και πηγή επιβεβαίωσης. Ο Ron Coleman, του οποίου ο θρίαμβος πάνω στην αγωνία του να ακούει φωνές είναι καλά καταγεγραμμένος (π.χ. James, 2001; Laurance, 2003; Coleman, 2004), χρησιμοποιεί μια αναλογία με το ταξίδι για να περιγράψει την πορεία προς την επανάκτηση της ζωής ενός ανθρώπου. Παρόλο που είναι επώδυνο και κοπιαστικό, το ταξίδι γίνεται πιο εύκολο με ένα καλό χάρτη της περιοχής – και αυτό είναι κάτι που μπορούν να προσφέρουν οι ομάδες αυτοβοήθειας. Στην προσπάθεια αλλαγής από «θύμα σε νικητή» (Coleman and Smith, 2006), η πρακτική ίαση από τη δυσφορία συμβαδίζει με το να μαθαίνεις να καταλαβαίνεις τον εαυτό σου και τις εμπειρίες σου – και το πιο ισχυρό εργαλείο για την αλλαγή είναι η προσθήκη των προσωπικών σου στοιχείων. Παρομοίως,  ο  White (1996) έχει γράψει ένα χρονικό των εμπειριών του από το συντονισμό ομάδων αυτοβοήθειας που το έχει τιτλοφορήσει «Δύναμη στα ταξίδια μας», στο οποίο τα μέλη περιγράφουν πως η αίσθηση αναγνώρισης, δικαιοσύνης, αλληλεγγύης και «ελαφρότητας της ύπαρξης» που παρείχε η ομάδα, τους βοήθησαν να αναζωπυρώσουν την αγάπη τους για τη ζωή.

 

Ενώ οι επαγγελματίες ψυχικής υγείας μπορούν να βοηθήσουν στην οργάνωση τέτοιων πρωτοβουλιών αυτοβοήθειας, δεν μπορούν, εξ ορισμού, να τις εφοδιάσουν ή να είναι υπεύθυνοι για αυτές. Με αυτό κατά νου, για να είναι σίγουρο ότι οι αξίες του HVN δεν εκφυλίζονται ή αποικούνται από καλοπροαίρετους αλλά παραπλανημένους εργαζόμενους, το δίκτυο έχει αναπτύξει έναν καταστατικό χάρτη της ομάδας που αναφέρεται σε τέτοια ζητήματα εξουσίας, κατοχής και ευθύνης, για να εξασφαλίσει ότι οι ομάδες λειτουργούν με το ήθος του  HVN.

 

Επιπλέον, σε αντίθεση με τις κλινικές οπτικές κατά τις οποίες η αυτοβοήθεια οργανώνεται με όρους διαγνωστικών κατηγοριών (σχιζοφρένεια, μανιοκατάθλιψη), το  HVN υποστηρίζει ότι οι ομάδες οργανώνονται απλώς βάσει της εμπειρίας που είναι κοινή μεταξύ κάποιων ανθρώπων (να ακούνε φωνές), άσχετα από το ψυχιατρικό καθεστώς. Ενώ οι επαγγελματίες μπορεί να συνεργάζονται με αυτούς που ακούν φωνές σε συμβουλευτικό επίπεδο ή για να παρέχουν πόρους και υποδομές, η ομάδα καθοδηγείται από χρήστες υπηρεσιών ψυχικής υγείας και τα μέλη αναζητούν λύσεις μέσα στο δικό τους πλαίσιο αναφοράς, ανεξαρτήτων οποιωνδήποτε ιατρικών συναντήσεων. Τα άτομα έχουν την ευκαιρία να μάθουν να καταλαβαίνουν ότι οι φωνές τους είναι συμβολικές και έχουν νόημα και ενθαρρύνονται να συμμετέχουν ενεργά – όχι να είναι ασθενείς. Η προσωπική εναισθησία αξιολογείται υψηλότερα από την ιατρική γνώση και σε όλους αναγνωρίζεται μοναδική σοφία και κατανόηση και θεωρούνται ειδικοί σχετικά με τις εμπειρίες τους. Επίσης, μια διάδοση αμοιβαίας υποστήριξης και ενθάρρυνσης διαρρηγνύει το κλισέ ότι τα άτομα που έχουν μια ψυχιατρική διάγνωση πρέπει πάντα να είναι λήπτες – παρά πάροχοι – φροντίδας. Αντίθετα, οι ομάδες μπορούν να προσφέρουν ένα ασφαλές χώρο όπου διαφορετικά μέλη μπορούν να ακούσουν ιστορίες που τα καθησυχάζουν και τα ενδυναμώνουν σχετικά με το πώς οι άλλοι έχουν μεταμορφώσει τις σχέσεις τους με τις εμπειρίες τους από τις φωνές που ακούν. Μέσα στις ομάδες οι άνθρωποι λένε τις ιστορίες τους σχετικά με το ποιοι είναι και τι έχουν περάσει, αναπτύσσοντας έτσι μια πιο δυνατή αίσθηση αυτονομίας, ταυτότητας και αποφασιστικότητας – ένας χώρος όπου γεννιέται το θάρρος να αντικρίζει κάποιος τους φόβους του. Αυτό το είδος αυτοβοήθειας δεν μπορεί να υπαγορευτεί από άλλους, απαιτεί το θάρρος να ξεκινήσεις μια πορεία αυτό-ανακάλυψης (Reeves,1997).

 

 

 

Συμπέρασμα

 

Ενώ η ορθόδοξη ψυχιατρική βλέπει ως μαναδικό σκοπό τη μείωση και καταπίεση των φωνών, το κίνημα αυτών που ακούνε φωνές προσφέρει ένα εναλλακτικό παράδειγμα το οποίο τις βλέπει ως φέρουσες νόημα, ερμηνεύσιμες και προερχόμενες από το πλαίσιο της προσωπικής ιστορίας του ατόμου. Έτσι, μιλώντας για τις φωνές τους και βρίσκοντας θετικούς τρόπους επικοινωνίας μαζί τους, αυτοί που ακούν φωνές μπορούν να μάθουν να δίνουν στις φωνές τους ένα προσωπικό και θετικό νόημα, να τα βγάζουν πέρα μαζί τους με τρόπο αποτελεσματικό και να δημιουργούν μια ζωή μέσα στην οποία ενσωματώνονται οι φωνές. Μέσα σε αυτή την εξίσωση, η ανάρρωση και η ενδυνάμωση είναι οι κύριοι αντικειμενικοί στόχοι και η αυτοβοήθεια είναι η κινητήριος δύναμη. Ενώ οι πρωτοβουλίες αυτοβοήθειας και η κοινωνική υποστήριξη παρέχουν αμοιβαία ενθάρρυνση και δημιουργικές ιδέες για να βοηθήσουν τα άτομα να πάρουν πίσω τον έλεγχο των φωνών και των ζωών τους, τα ιδανικά χειραφέτησης του HVN υποστηρίζουν τα άτομα για να αντιληφθούν τις εμπειρίες τους ως αποδεκτές και με νόημα, αναδιατυπώνοντας το να ακούν φωνές φωνών ως μια ιδιαίτερη, περίπλοκη και σημαντική εμπειρία που μπορεί να ζήσει κάποιος μαζί της, παρά ως μια ατυχή βιολογική ανωμαλία που θα υπομείνει. Επιπλέον, δίνεται όλο και περισσότερο προτεραιότητα στον ειδικό βάσει εμπειρίας και οι ακαδημαϊκές, κλινικές και επαγγελματικές βάσεις γνώσεων συνεργάζονται με τους ίδιους τους ανθρώπους που ακούνε φωνές με ακόμα πιο ισόνομους τρόπους.

 

 

 

1 Ενώ ο όρος «ακουστικές ψευδαισθήσεις είναι μια προτιμώμενη φράση στην επαγγελματική βιβλιογραφία, ο όρος «ακούγοντας φωνές» είναι μια πιο ουδέτερη και «φιλική για το χρήστη» περιγραφή που χρησιμοποιεί συνηθισμένη γλώσσα για να περιγράψει μια υποκειμενική εμπειρία. Ως τέτοια, προτιμάται σε αυτό το κείμενο.

 

 

 

Για περισσότερες πληροφορίες:

 

http://www.hearing-voices.org/

 

http://www.intervoiceonline.org/

 

 

 

Βιβλιογραφία

 

 

 

Adams, W. L. (2008). The listening cure. Time Magazine, 21 February 2008.

 

Baker, P. (1989). Hearing Voices. Manchester: the Hearing Voices Network.

 

 

Birchwood, M., Meaden, A., Trower, P., Gilbert, P. and Plaistow, J. (2000). The power and omnipotence of voices: Subordination and entrapment by voices and significant others. Psychological Medicine, 30 (2), 337 – 344.

 

 

Chin, J. T., Hayward, M. and Drinnan, A. (2008). ‘Relating’ to voices: Exploring the relevance of this concept to people who hear voices. Psychology and Psychotherapy: Theory, Research and Practice (in press)

 

 

Chadwick, P., Lees, S. and Birchwood, M. (2000). The revised Beliefs About Voices Questionnaire (BAVQ-R). The British Journal of Psychiatry, 177, 229 – 232.

 

 

Coleman, R. (2004). Recovery: An Alien Concept (2nd Edition). Fife: P&P Press.

 

 

Coleman, R. and Smith, M. (2006). Working With Voices: Victim to Victor (2nd Edition). Fife: P&P Press.

 

 

 

Corstens, D., May, R. and Longden, E. (2007). Talking With Voices. Available online at www.intervoiceonline.org/2006/12/6/talking-with-voices-by-dirk-corstens-and-rufus-may

 

 

Dillon, J. (2006). Collective Voices. Open Mind, 142, 16 – 18.

 

 

Downs, J. (2005). Starting and Supporting Hearing Voices Groups. Manchester: The Hearing Voices Network.

 

 

Edginton, J. (director). (1995). Horizons: Hearing Voices. An Otmoor and Mental Health Media Production for BBC Television.

 

 

Escher, S. (1993). Talking about voices. In M. Romme and S. Escher (Eds.), Accepting Voices (pp. 50 – 59). London: Mind Publications.

 

 

 

Hall, W. (2007). Harm-Reduction Guide to Coming Off Psychiatric Drugs. A publication by The Icarus Project and The Freedom Center. Available online at: http://theicarusproject.net/alternative-treatments/harm-reduction-guide-to-coming-off-psychiatric-drugs

 

 

 

Hammersley, P., Read, J., Woodall, S. and Dillon. J. (2008). Childhood trauma and psychosis: The genie is out of the bottle. The Journal of Psychological Trauma, 6 (2/3), 7 - 20

 

 

 

Hayward, M., Denney, J., Vaughan, S. and Fowler, D. (2008). The voice and you: Development and psychometric evaluation of a measure of relationships with voices. Clinical Psychology and Psychotherapy, 15, 45–52.

 

 

 

Hilpern, K. (2007). How I beat the voices in my head. The Independent, 6 March.

 

 

Holmes, G., Hudson, M. and May, R. (2008). Coping with coming off. Open Mind, 150, 12 – 14.

 

 

Healthcare Commission Report. (2008). The pathway to recovery: A review of NHS acute in-patient mental health services.

 

 

James, A. (2001). Raising our Voices: An Account of the Hearing Voices Movement. Gloucester: Handsell Publishing.

 

 

Jaynes, J. (1976). The Origin of Consciousness in the Breakdown of the Bicameral Mind. Boston: Houghton Mifflin.

 

 

Johnstone, L. (2007). Can trauma cause ‘psychosis’? Revisiting (another) taboo subject. Journal of Critical Psychology, Counselling and Psychotherapy, 7(4), 211- 220.

 

 

Laurance, J. (2003). Life Stories: Ron Coleman. In Pure Madness: How Fear Drives The Mental Health System (pp. 134 – 138). London: Routledge.

 

 

Leudar, I. And Thomas, P. (2000). Voices of Reason, Voices of Insanity: Studies of Verbal Hallucinations. London: Routledge.

 

 

Moskowitz, A. and Corstens, D.  (2008).  Auditory hallucinations:  Psychotic symptom or dissociative experience?  The Journal of Psychological Trauma, 6(2/3), 35-63.

 

 

Read, J. and Ross, C. A. (2003). Psychological trauma and psychosis: Another reason why people diagnosed schizophrenic must be offered psychological therapies. Journal of the American Academy of Psychoanalytic and Dynamic Psychiatry, 31, 247 – 268.

 

 

 

Read, J., van Os, J., Morrison, A. P. and Ross, C. A. (2005). Childhood trauma, psychosis and schizophrenia: A literature review with theoretical and clinical implications. Acta Psychiatrica, 112 (5), 330.

 

 

 

Reeves, A. (1997). Recovery: A Holistic Approach. Gloucester: Handsell Publishing.

 

 

 

Romme, M. (2000). Redefining Hearing Voices. Based on a speech given at the launch of The Hearing Voices Network, Manchester, England, Summer 2000. Available online at: http://www.psychminded.co.uk/critical/marius.htm

 

 

 

Romme, M. and Escher, S. (1989a). Hearing voices. Schizophrenia Bulletin, 15 (2), 209-216.

 

 

 

Romme, M. and Escher, S. (1989b). Effects of mutual contacts from people with auditory hallucinations. Perspectief, 3, 37-43.

 

 

 

Romme, M. and Escher, S. (1990). Heard but not seen. Open Mind, (49), 16-18.

 

 

Romme, M. and Escher, S. (1993). Accepting Voices. London: Mind Publications.

 

 

Romme, M. and Escher, S. (2000). Making Sense of Voices. London: MIND Publications.

 

 

Smith, D. B. (2007). Can you live with the voices in you head? New York Times, 25 March.

 

 

Stastny, P. and Lehmann, P. (Eds). (2007). Alternatives Beyond Psychiatry. Shrewsbury (UK): Lehmann Publications.

 

 

White, M. (1996). Power to our journeys. American Family Therapy Acadamy Newsletter, Summer, 11 – 16.